Σαν σήμερα η πρώτη προβολή της «Γέφυρας του Ποταμού Κβάι»

Σχεδόν 70 χρόνια (για την ακρίβεια 67) συμπληρώνονται σήμερα από την πρεμιέρα μιας από τις δύο γιγάντιες αντιπολεμικές ταινίες του 1957 - η άλλη είναι το «Paths of Glory». Μια καλή ευκαιρία λοιπόν, να θυμηθούμε γιατί φιγουράρει τόσο ψηλά στις λίστες και τη μνήμη μας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Σαν σήμερα η πρώτη προβολή της «Γέφυρας του Ποταμού Κβάι»

Η ταινία που εγκαινιάζει τα προσηνή έπη, μια ολάκερη κατηγορία ταινιών που ο Ντέιβιντ Λιν σύστησε και υπηρέτησε όπως κανείς ως σήμερα, είναι η «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι», μια ταινία πάνω στα αγεφύρωτα που χωρίζουν, πολιτισμούς, έθνη κι ανθρώπους.

Με όχημα δύο χαρακτήρες – πολιτισμικά αρχέτυπα, τον αντισυνταγματάρχη Νίκολσον του Άλεκ Γκίνες και τον συνταγματάρχη Σάιτο του Σεσούε Χαγιακάουα, ο Λιν, βασισμένος στο βιβλίο του Πιερ Μπουλέ και με την συνεργασία δύο σεναριογράφων, χαρτογραφεί μια περιοχή πολλαπλής, ολομέτωπης σύγκρουσης τρόπων, αντιλήψεων, φιλοδοξιών κι εν τέλει πόθου για ιδεολογική επικράτηση.

Ο Λιν, ποτέ ένας από τους Άγγλους που η Αυτοκρατορία θα στρεφόταν για χαϊδολογήματα κι επαίνους, φτιάχνει ένα έργο που περιφρονεί τις εύκολες απαντήσεις, σχεδιάζοντας τα αδιέξοδα ιδεολογίας και μονομανιών. Η σύγκρουση δύο τόσο διαφορετικών πολιτισμών, στο περιβάλλον μάλιστα ενός πολέμου, αντί να εξομαλύνει τις διαφορές μεταξύ τους, τις οξύνει ακόμα περισσότερο, κάνοντας τον αγώνα για επιβίωση σχεδόν άνισο, μια σκληρή ματαιοπονία. Ο ενδιάμεσος, φαινομενικά κυνικός, Αμερικάνος (Γουίλιαμ Χόλντεν), κερδίζει μέρος της εύνοιας της ιστορίας, με τον πραγματισμό, την παραδοχή του φόβου για την ζωή του, την ανθρωπιά του.

Όπως και το «Paths of Glory», μια παραγωγή εντελώς άλλης φιλοσοφίας αλλά ακριβώς ίδιας στόχευσης (η καθαρή τρέλα του πολέμου), η Γέφυρα ξεφεύγει από την κοινή, εγκεφαλική σχέση «κατανόησης» μιας ιστορίας. Βαθαίνει ένα οδυνηρό ρήγμα μέσα σου, επιτείνει μια συναίσθηση ζοφερότατη, που θέλει εμάς, τους ανθρώπους, ικανούς να φτάσουμε τον εγωϊσμό και την αρχομανία μας στο ανεπίστρεπτο σημείο της αυτοκαταστροφής, της εξόντωσης του ενός από τον άλλον.

Όπως θα ανέμενε κανείς, η Γέφυρα διέλυσε στα όσκαρ εκείνης της χρονιάς, κερδίζοντας επτά βραβεία από οκτώ υποψηφιότητες. Υπήρξε, επίσης αναμενόμενα, μια παραγωγή θυελλώδης, ο Λιν είχε πρόβλημα με το σενάριο του Καρλ Φόρμαν («Το Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές»), το έδωσε στον Μάικλ Γουίλσον για αναθεώρηση (και οι δύο σεναριογράφοι διέμεναν στον Λονδίνο αφού είχαν εκδιωχθεί από την μακαρθική λαίλαπα), οι συνεισφορές τους αναγνωρίστηκαν μόλις το 1984 από την Ακαδημία, ως τότε το όσκαρ ήταν στον συγγραφέα του βιβλίου που δεν ήξερε λέξη αγγλικά (!), ενώ ο καυγάς του και με τον Άλεκ Γκίνες πάνω στην προσέγγιση του ρόλου του Νίκολσον ήταν παροιμιώδης. Μόλις ο Λιν ολοκλήρωσε τα γυρίσματα με τους Άγγλους ηθοποιούς, τηλεγράφησε ένα fuck off σε όλους τους, λέγοντας πως τώρα (που θα είχε γυρίσματα με τον Χόλντεν) θα συνεργαζόταν, επιτέλους, με επαγγελματία.

Όπως και να 'χει, όπως όλοι ξέρουμε άλλωστε, μεγάλα πράγματα μπορούν να προέλθουν από ανθρώπους που δεν ταιριάζουν κι εδώ είναι μια ακόμα απόδειξη του λεγομένου. Με την πρόσφατή της αποκατάσταση σε 4Κ η «Γέφυρα» στέκει ακόμη, πάντα, αγέρωχη, υψιτενής και τόσο συγκινητική που να υπερβαίνει τα όρια της υπερπαραγωγής. Μια από τις 100 σημαντικότερες αμερικάνικες ταινίες (σύμφωνα και με το AFI), που είναι εκεί για να την βλέπουμε, να την ξαναβλέπουμε, να την απολαμβάνουμε και να γινόμαστε καλύτεροι εξαιτίας της.