«Προσβολή στο έθνος» είχε περιγράψει ένας Βρετανός πρεσβευτής την ταινία του Λίντσεϊ Άντερσον, όταν κυκλοφορούσε πρώτη φορά στις αίθουσες το 1968. Η αντίδραση του ήταν μάλλον αναμενόμενη. Καμιά άλλη ταινία μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει μια τόσο οργισμένη, και εκστατικά απελευθερωτική επίθεση στα αγγλικά ήθη και στην κληρονομημένο πουριτανισμό μιας ολόκληρης χώρας. Καμιά δεν είχε επίσης παρουσιάσει την ιδέα της νεανικής επανάστασης ως μια υπέροχη ουτοπία που χρήζει επείγουσας ρεαλιστικής εφαρμογής, γεγονός που δεν άργησε να βρει πρακτικό αντίκρισμα στα γεγονότα του γαλλικού Μάη, την ίδια χρονιά που προβλήθηκε το φιλμ, ή στις πανεπιστημιακές εξεγέρσεις που έμελλε να ακολουθήσουν στην Αμερική.
Στο «Εάν….» (εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και γραμμένο με τέσσερις τελίτσες ως αποσιωπητικά, όπως ακριβώς το έγραψε ο συγγραφέας) ο Λίντσεϊ Άντερσον χρησιμοποιεί ένα σχολείο ως μικρόκοσμο της βρετανικής κοινωνίας και μαζί οποιασδήποτε μορφής κοινωνικής καταπίεσης. Το παρουσιάζει ως έναν αυταρχικό, αναχρονιστικό και αρρωστημένο μηχανισμό ο οποίος δρα απολυταρχικά, εχθρεύεται αφόρητα την φαντασία, θεωρεί ότι η αυθόρμητη πρωτοβουλία πρέπει πάση θυσία να καταστέλλεται και ασκεί την εξουσία δια της επιβολής και της βίας.
Καμιά ταινία μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει μια τόσο οργισμένη, και εκστατικά απελευθερωτική επίθεση στα αγγλικά ήθη
Στο εσωτερικό του σχολείου αυτού εισχωρεί ένας νεαρός ήρωας ο οποίος θα υποστεί όλες τις τελετουργίες υποταγής και πλήρους εξουδετέρωσης της ατομικής βούλησης που εφαρμόζουν οι πομπώδεις καθηγητές του ιδρύματος, προτού δηλώσει πως «ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο με μια σφαίρα στο σωστό μέρος», πάρει στο πλευρό του μερικούς συμμαθητές και πυροδοτήσει μια βίαιη εξέγερση.
Φανερά επηρεασμένος από το «Διαγωγή Μηδέν» του Ζαν Βιγκό, ο 45χρονος τότε Άντερσον μετατρέπει την ταινία του σε μια αναρχική σάτιρα η οποία συγχρονίζεται στις σκέψεις και τις επιθυμίες των νεαρών ηρώων της και συχνά τις εικονογραφεί, διακόπτει την πραγματικότητα με συχνές σουρεαλιστικές αποδράσεις στη φαντασία, εναλλάσσει το έγχρωμο με το μαυρόασπρο και παραμένει σταθερά απρόβλεπτη στην αλληλουχία των σκηνών της.
Μαγνητική παρουσία στον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο, ο Μάλκολμ Μακ Ντάουελ υποδύεται εδώ έναν χαρακτήρα τον οποίο θα συναντήσει ξανά σε άλλες δυο ταινίες του Άντερσον («O Lucky Man» και «Britannia Hospital»). Κυρίως όμως σφραγίζει με την ερμηνεία του μια εμβληματική φιγούρα νεανικής αυθάδειας και αντικομφορμισμού που όμοιά της ελάχιστες φορές έχει συναντήσει το σινεμά. Με τον αντίκτυπο βόμβας, το «Εάν….» προκάλεσε τεράστια αίσθηση στην εποχή του, βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών, έγινε σημαία της τότε αντικουλτούρας και μέχρι σήμερα δεν έχει χάσει τίποτα από το επιθετικό ταμπεραμέντο του.
ΕΑΝ…. / IF….
Ηνωμένο Βασίλειο, 1968
Σκηνοθεσία: Λίντσεϊ Άντερσον Σενάριο: Ντέιβιντ Σέργουιν Φωτογραφία: Μίροσλαβ Όντριτσεκ Μουσική: Μαρκ Γουίλκινσον Πρωταγωνιστούν: Μάλκολμ Μακ Ντάουελ, Ρίτσαρντ Γουόργουικ, Κριστίν Νούναν, Ντέιβιντ Γουντ, Ρόμπερτ Σουάν Διάρκεια: 111΄