Από το σινεμά στη λογοτεχνία: Συνέντευξη με τον «Μεταφραστή» Μανώλη Μαυροματάκη

Οι «Μεταφραστές» κάνουν πρεμιέρα στους κινηματογράφους και ο Έλληνας εκπρόσωπος του πολυεθνικού και πολύγλωσσου θρίλερ του Ρεζί Ρουανσάρ απαντά σε μια σειρά ερωτήσεων του cinemagazine που σχετίζονται με τη λογοτεχνία. 

Συνέντευξη στον Τάσο Μελεμενίδη
Από το σινεμά στη λογοτεχνία: Συνέντευξη με τον «Μεταφραστή» Μανώλη Μαυροματάκη

Απομονωμένοι σε ένα πολυτελές καταφύγιο, χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο, εννέα μεταφραστές από διαφορετικές χώρες συγκεντρώνονται για να αποδώσει ο καθένας στη γλώσσα του τον τελευταίο τόμο μίας από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αλλά μόλις εμφανίζονται στο διαδίκτυο οι δέκα πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος και ένας χάκερ απειλεί να αποκαλύψει τη συνέχεια αν δεν του δοθεί ένα αστρονομικό ποσό, ένα ερώτημα γίνεται εμμονή: πώς διέρρευσε το βιβλίο;

Τα θρίλερ που έχουν ως θέμα και όχι ως πηγή τη λογοτεχνία, δεν είναι ακριβώς ένα διαδεδομένο είδος στο σινεμά, ασκεί όμως γοητεία όποτε εμφανίζεται ίσως γιατί συνδέει ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος με τον κόσμο που το πρωτογέννησε, καθώς οι λογοτέχνες ήταν οι βασικοί πάροχοι ιστοριών μυστηρίου πριν αναλάβουν δράση οι οπτικοακουστικές τέχνες. Άρρηκτα συνδεδεμένη με το παρελθόν, η λογοτεχνία ως αφηγηματικό υλικό προσφέρει εργαλεία που θα χρησιμοποιούσε με χαρά κάθε σεναριογράφος, από κώδικες μέσα σε σελίδες ως την ιδια τη μυστηριώδη φύση ενός συγγραφέα. 

Στους «Μεταφραστές» δεν έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα αλλά με 9 μεταφραστές. Δεν είναι όμως συγγραφείς και οι τελευταίοι; Οι ήρωες της ταινίας διερωτώνται γι' αυτό συχνά μέσα στα πολλά που συζητούν στο καταφύγιο όπου βρίσκονται σαν φυλακισμένοι. O Ρεζί Ρουανσάρ διευθύνει ένα πολυεθνικό καστ καθώς τον μεταφραστή κάθε χώρας υποδύεται ένας ηθοποιός από αυτή τη χώρα. Ο Μανώλης Μαυροματάκης, μετά από ρόλους σε ταινίες όπως ο «Εχθρός Μου» και το «1968», εκπροσωπεί την Ελλάδα σε αυτό το φιλόδοξο πρότζεκτ και απ' ότι φαίνεται η επιλογή του δεν είναι τυχαία. Λάτρης της λογοτεχνίας, μας απάντησε με χαρά σε μια σειρά ερωτήσεων που σχετίζονται με αυτή, αναφέροντας τις πρώτες αναμνήσεις του ως αναγνώστης ως τα βιβλία που διαβάζει σήμερα. 

Θυμάστε ποιο είναι το πρώτο μυθιστόρημα που διαβάσατε ποτέ; 

Όχι ακριβώς. Θυμάμαι όμως ότι όταν, το 1975 στα 13 μου, άρχισε να προβάλλεται στην τότε ΕΙΡΤ το «Χριστός Ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, εγώ πήρα το βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του σπιτιού και άρχισα να το διαβάζω. Είχα σχέδιο να προχωρώ το διάβασμα παράλληλα με τη σειρά. Αλλά δεν άντεξα να περιμένω τόσο. Το σχέδιό μου εφαρμόστηκε για μια βδομάδα μόνο, μόνο ένα επεισόδιο. Ύστερα έπεσα με τα μούτρα στο βιβλίο. Η ανάγνωση είχε νικήσει την εικόνα. Εκεί είχα το δικό μου χρόνο. 


Όταν το τέλειωσα, πήρα να διαβάσω και τη «Γαλήνη» του Ηλία Βενέζη. Εκεί εφάρμοσα το αντίθετο σχέδιο. Διάβαζα σιγά-σιγά γιατί μου άρεσε τόσο πολύ που ήθελα να μην τελειώσει. Διάβαζα μια παράγραφο και ρέμβαζα για ώρα. Αλλά τότε ήταν άλλες εποχές…


Ποιος είναι ο αγαπημένος σας λογοτεχνικός ήρωας; 

Ο πωλητής του βιβλιοπωλείου, λίγα χρόνια πριν μου πρότεινε «Το Βάρος της Πεταλούδας» του Erri de Luca; Ο ήρωας εκεί είναι ένα αγριόγιδο! Ποτέ δεν το περίμενα πως θα με συναρπάσει τόσο ένας τέτοιος ήρωας. Όμως είναι τόσο ζωντανή η προσωποποίηση του ζώου, που μερικές φορές μπερδεύεσαι: Για το κατσίκι μας μιλάει τώρα, σκέφτεσαι, ή για τον κυνηγό του; «Ο βασιλιάς κατέβαινε στην αγέλη ώρες ακατάστατες… Δεν έδινε σε κανέναν το πλεονέκτημα να προβλέψει τον ερχομό του. Κι όταν ερχόταν ζύγωναν τα θηλυκά κοντά του και τα νεαρά αρσενικά λύγιζαν το γόνατο για να υποκλιθούν…» Όμως το αγριόγιδο καταλαβαίνει τώρα ότι έφτασε το τέλος της κυριαρχίας του. «…Ήταν η τέλεια μέρα, δε θα μαχόταν πια ενάντια σε κανένα απ’ τα παιδιά του… Ανηφορίζοντας ένιωσε στα ρουθούνια του τη μυρωδιά του ανθρώπου…Χύμηξε κατακόρυφα σαν το πουλί. Τα νύχια του πάνω στις πέτρες πιτσιλούσαν σπίθες… Ο βασιλιάς είχε πηδήσει πάνω του χωρίς να τον αγγίξει, του είχε κόψει την ανάσα και τον ήλιο… Ο άντρας έστηνε το όπλο στον αριστερό του ώμο…»


Λίγα χρόνια νωρίτερα είχα διαβάσει το «Μόμπυ Ντικ» του Χέρμαν Μελβίλ, όπου ο σαλεμένος καπετάνιος Αχαάβ έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει και να σκοτώσει τη θηριώδη λευκή φάλαινα. Τα ίδια θέματα από αντίθετη σκοπιά. Στο  «Βάρος της Πεταλούδας» από την πλευρά του ζώου, στο «Μόμπυ Ντικ» απ’ την πλευρά του κυνηγού: Η στενή -αλλά καθόλου θεωρητικοποιημένη και ωραιοποιημένη- σχέση του ανθρώπου με την Φύση, η διαλεκτική της σχέσης του ανθρώπου με το ρίσκο, το πεπρωμένο της ανάγκης, ο Προμηθεϊκός αγώνας της επιβίωσης.

Παίζετε το ρόλο ενός μεταφραστή σε μια ταινία που οι ήρωες-μεταφραστές αναρωτιούνται συχνά αν είναι αληθινοί συγγραφείς ή απλά εργαλεία. Τι πιστεύετε εσείς; 

Ο μεταφραστής δεν είναι εργαλείο. Σχεδόν «ξαναγράφει» το κείμενο. Το αποσπά από την πατρίδα του, που είναι η μητρική του γλώσσα και το μεταφέρει σε μια νέα γλώσσα, που είναι η χώρα υποδοχής. Φεύγει το έργο απ’ την πατρίδα του, μεταναστεύει σα να λέμε, κι ο μεταφραστής του χορηγεί μία δεύτερη υπηκοότητα. Φροντίζει να του μάθει πώς να ζει σε μία ξένη χώρα, αλλά χωρίς να χάσει την ταυτότητά του. Είναι μια διαδικασία ενεργητική, δυναμική η μετάφραση, δεν είναι απλή αποκωδικοποίηση σημάτων Μορς. Αλλά, κι από τη μεριά του αναγνώστη να το δει κανείς, δε γίνεται το ίδιο πράγμα; Δεν είναι σαν να «ξαναγράφεται» το κάθε έργο, κάθε φορά που κάποιος το διαβάζει; 

Ποια είναι η αγαπημένη σας κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου; 

Να πω την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Μίλαν Κούντερα, σε σκηνοθεσία Φίλιπ Κάουφμαν. Η αλληλοσυσχέτιση, οι δυο όψεις του ίδιου, το γιατί δεν υπάρχει κλειστός, οριστικός ορισμός των εννοιών, το γιατί δε βοηθάει το «ή αυτό ή εκείνο» είναι θέματα που με ενδιαφέρουν. Θυμάμαι ότι η ταινία μου άρεσε πολύ.

Υπάρχει κάποιο βιβλίο που θα θέλατε πολύ να δείτε στη μεγάλη οθόνη και αντίστοιχα κάποιο θα θέλατε να  το κρατήσετε στο μυαλό σας όπως το διαβάσατε και να μην δείτε ποτέ κάποια διασκευή;  

Λατρεύω «Το Θείο Τραγί» του Γιάννη Σκαρίμπα. Το νόημα εδώ, οι σημασίες, είναι πιο πολύ ο τρόπος του, η γλώσσα του η ίδια, η μορφή της, παρά αυτά που λέει. Πώς να γίνει εικόνα όλο αυτό, ή ο Παπαδιαμάντης;  Διαβάζω τώρα «Το αρχέγονο και άλλοι καιροί» της Όλγκα Τόκαρτσουκ. Η ιστορία των κατοίκων ενός χωριού της Πολωνίας. Συνεχώς νέα πρόσωπα, συνεχώς νέα θέματα, αλλά και φιλοσοφική εμβάθυνση με αφηγηματικό τρόπο τόσο απλό, σχεδόν παιδικό.  Θα ήθελα να το δω στο σινεμά. Το στοίχημα όμως είναι να μεταφερθεί στην οθόνη η «αφέλεια» αυτή της αφήγησης.

Τέλος, το μόνιμο ερώτημα που τίθεται σε κάθε ιστορία: Ωραία ταινία αλλά το βιβλίο είναι καλύτερο; Ή το αντίθετο;

Δε γίνεται μία ταινία να αποδώσει απολύτως ένα μυθιστόρημα, μπορούν όμως να είναι και τα δυο σπουδαία, το καθένα για τους δικούς του λόγους. Είναι ανόμοια είδη, δε συγκρίνονται. Τη λογοτεχνία την κρίνεις λογοτεχνικά, την ταινία κινηματογραφικά. 

Οι «Μεταφραστές» κυκλοφορούν στις 18 Ιουνίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood.