Για τους θρήσκους – και το σενάριο των «Συνήθων Υπόπτων» - το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Διαβόλου ήταν να πείσει πως δεν υπάρχει. Αυτός είναι ο ένας πόλος της νέας ταινίας του Λουίς Ορτέγκα με τον άλλον να είναι το (κοσμικότερο) γεγονός φιλόδοξων δημιουργών που ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον θρύλο τυπώνουν τον δεύτερο για λόγους κοινής εμπορικότητας κι επίδειξης στυλ.
Με τέτοιον διάχυτο αμοραλισμό διαχεόμενο εντός ενός υπερβάλλοντος αισθησιασμού στην κινηματογράφηση, τα στρατόπεδα των θεατών (και της κριτικής, υποθέτω) δεν μπορεί να είναι παρά αντιδιαμετρικά. Στο ένα είναι εκείνοι που θεωρούν ανεξαιρέτως τον αμοραλισμό αρετή, αρκετά με τους ασπρόμαυρους ήρωες και της καθαροκομμένες σαν ηθικά διαμάντια πράξεις. Η ζωή είναι στο γκρι, το σωστό είναι υποκειμενικό, το καλό διαφεύγον. Αν ανήκεις σ’ αυτούς η ταινία θα σε ευχαριστήσει με τον εστετισμό και την μελετημένη φωτογραφία της σε συμβολικά πορτοκαλοπράσινα, θα σου δώσει υλικό για σκέψη (αλλά πιο πολύ για τέρψη) με τον βαριεστημένα μποτιτσελικό πρωταγωνιστή της (ο πρωτοεμφανιζόμενος Λορέντσο Φέρο), θα σου εξάψει κι ένα ενδιαφέρον για την κατάργηση της ηθικολογικής ενατένισης ενός τυπικού biopic με βάση την κληρονομικότητα, το περιβάλλον και τις οικονομικές συνθήκες σε σχέση με τα γενεσιουργά αίτια της εγκληματικής προσωπικότητας.
Αν ανήκεις στους άλλους θα λογαριάσεις πως η ηθική του δημιουργού και του καλλιτέχνη δεν είναι δυνατόν να εξαϋλώνεται μπροστά στο αίτημα της ελευθεροστομίας, τα κίνητρα και τα κριτήρια μιας δημιουργίας οφείλουν να αποσκοπούν στην καλυτέρευση των θεατών της, στην δημιουργία και την τόνωση της διαλεκτικής σκέψης, στην προώθηση του κοινού καλού. Αν δει κανείς το «Angel», που προτιμά να κρατήσει σιβυλλική σιωπή ως προς τα πώς και τα γιατί του εγκληματικού νου, όχι μόνο θα απομείνει εγκλωβισμένος σε μια διαδοχή ωραιοποιημένων εικόνων (ο Ορτέγκα επίσης έχει παραποιήσει και αποφύγει σε βαθμό ενόχλησης τις πραγματικές δράσεις του Κάρλος Ρομπλέδο Πουτς), περίπου διαρκούς soundtrack, που μοιάζουν να αποσκοπούν σε μια ευχάριστη περιήγηση στην Αργεντινή του ’70 μέσα από διφορούμενα, υπαινικτικά ερωτικά και πάντοτε άκρως στυλιζαρισμένα ταμπλό.
Μέρος της αισθητικής που υϊοθετεί θα σαγηνεύσει του λάτρεις του Μάρτιν Σκορσέζε, ο συσχετισμός όμως θα είναι μόνο επιδερμικός καθώς εκεί η θρησκεία παρέχει πάντοτε το βαρύ ηθικό πλαίσιο της ανόδου και της πτώσης. Εδώ αντίθετα όλ’ αυτά είναι λεπτομέρειες υποβαθμίζοντας το αποτέλεσμα στο επίπεδο μιας χρωματιστής μίμησης που μπορεί να περηφανευθεί μοναχά την κινηματογραφική παρουσία του πρωταγωνιστή, τον γιο του Ρικάρντο Νταρίν, Τσίνο, σ’ έναν βασικό ρόλο και μια υποψία μαύρου χιούμορ, η οποία άνευ περιρρέουσας ηθικής στάσης φοράει στο έργο μια ανευθυνότητα προς τα θύματα των αληθινών περιστατικών που οδήγησαν τον ένοχό τους στις αργεντίνικες φυλακές τα τελευταία 47 συναπτά χρόνια.