Dogville

Καταζητούμενη από την αστυνομία, μια νεαρή γυναίκα καταφεύγει σε ένα απομακρυσμένο αμερικανικό χωριό. Οι κάτοικοι την περιθάλπουν, μέχρι που, σιγά – σιγά, αρχίζουν να αλλάζουν στάση απέναντί της…

Από τον Χρήστο Μήτση
Dogville

Στο τέλος του «Dogville» αλλά και της Ντόγκβιλ, ένας σκύλος ονόματι Μωυσής γαβγίζει κοιτώντας την κάμερα. Θα μπορούσε να ήταν το τελευταίο πλάνο από το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι», την πρώτη κινηματογραφική επίσκεψη του Λαρς Φον Τρίερ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τη διαπίστωσή του ότι, αν η αγάπη και η συγχώρεση (το πνεύμα της Καινής Διαθήκης) ορίζουν τα κίνητρα κάποιων ανθρώπων, ο παραδειγματισμός και η εκδίκηση (ο μωσαϊκός νόμος) καθορίζουν την τύχη και τη μοίρα τους. Γιατί, για μια ακόμα φορά, το τρομερό παιδί του Δόγματος τοποθετεί στον πυρήνα της τελευταίας του ταινίας μια θρησκευτική αλληγορία και στήνει γύρω της ένα περίτεχνο, εγκεφαλικό παιχνίδι ιδεών κι ερμηνειών, αφήνοντας τις εικόνες να κάνουν όλη τη «βρώμικη» δουλειά: να απελευθερώσουν, δηλαδή, τα συναισθήματα των ηρώων του και να τα φέρουν αντιμέτωπα με εκείνα των θεατών του.

Οι θεατές του «Dogville», άλλωστε βρίσκονται σε αμηχανία από την πρώτη κιόλας στιγμή. Πάνω σε μια άδεια (θεατρική;) σκηνή μερικοί άνθρωποι (ηθοποιοί;) βιώνουν την καθημερινότητα της αμερικανικής επαρχίας (πριν σαράντα – πενήντα χρόνια;) σε ένα χωριό του οποίου τα κτίρια και οι δρόμοι είναι… ζωγραφισμένα στο πάτωμα με κιμωλία! Προσποιούνται πως βλέπουν κι έρχονται σε επαφή με κάτι εντελώς αόρατο ή κάνουν πως δε βλέπουν κάτι απόλυτα ορατό; Ο κινηματογραφικός ρεαλισμός και η ταύτιση του θεατή με τους χαρακτήρες υπονομεύονται εξαρχής, οι πρώτες από μια σειρά ανατροπών και προσκλήσεων οι οποίες θα κορυφωθούν στο αιφνιδιαστικό «νοκ άουτ» της τελευταίας σεκάνς.

Αν η αγάπη και η συγχώρεση (το πνεύμα της Καινής Διαθήκης) ορίζουν τα κίνητρα κάποιων ανθρώπων, ο παραδειγματισμός και η εκδίκηση (ο μωσαϊκός νόμος) καθορίζουν την τύχη και τη μοίρα τους

Παρασύροντάς μας σε ένα δαίδαλο δραματουργικών συγκρούσεων, ο Λαρς Φον Τρίερ δεν παύει να μας υπενθυμίζει διαρκώς ότι βρισκόμαστε στη Ντόγκβιλ, εκεί όπου τη θέση της πραγματικότητας έχει καταλάβει η αναπαράστασή της κι εκείνη της Αμερικής το ομοίωμά της, η εικόνα της. Η τελική, μετωπική επίθεση του Δανού στην αμερικανική μισαλλοδοξία λοιπόν (αλλά και σε εκείνη ολόκληρης της δυτικής κοινωνίας), όσο κι αν μοιάζει έργο ενός από μηχανής θεού, έχει στην πραγματικότητα προετοιμαστεί από καιρό – με όρους ταξικούς, ψυχολογικούς, εν τέλει απόλυτα κινηματογραφικούς.

Οι φωτογραφίες εποχής που συνοδεύουν τους τίτλους του τέλους δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Το «Dogville» χτίζεται πάνω σε ένα απόθεμα εικόνων, μέσα από τις οποίες η Αμερική αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και στη σκοτεινή πλευρά των οποίων δε θα συναντήσουμε θετικούς ήρωες ή αγαθά κίνητρα, αλλά ούτε καν τους όρους για την ύπαρξή τους. Κανένα βλέμμα δεν είναι πια αθώο και το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι», ένα άδειο από ψευδαισθήσεις μιούζικαλ, μας είχε προειδοποιήσει ξεκάθαρα. Όταν οι άνθρωποι κυνηγούν την εικόνα τους, όσα δημιουργούν τα μετατρέπουν σε θέαμα κι έτσι, πολλές φορές, τα καταστρέφουν.

Στο τέλος της ταινίας, ένας σκύλος ονόματι Μωυσής και αόρατος ως τότε εμφανίζεται γαβγίζοντας προς την κάμερα. Είναι ο μόνος ήρωας της ιστορίας που βρίσκει την αληθινή του εικόνα, ο μοναδικός επιζών μιας τραγωδίας (ή φάρσας) ονόματι Ντόγκβιλ, αόρατης τώρα πια.

Η κριτική της ταινίας δημοσιεύθηκε στο τεύχος 151 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Δεκέμβριος 2003)