Το σινεμά καθρεφτίζει τις εποχές του. Δεδομένα, στην ιστορική στιγμή που βρισκόμαστε, η κινηματογραφική παραγωγή θα ακολουθήσει – και οφείλει να το κάνει – το κυρίως ιδεολογικό ρεύμα που σχετίζεται με την αποκατάσταση του ρόλου των γυναικών στην κοινωνία. Οι ταινίες, γραμμένες και σκηνοθετημένες (όχι πληρωμένες πάντως ακόμα...) από γυναίκες, θα παίξουν τον ιστορικά αναγκαίο αναθεωρητικό τους ρόλο. Η πορεία, όπως πάντα, θα δείξει και θα αποφασίσει, ο ιστορικός ρους θα συμβαίνει ανεξαρτήτως φωνακλάδικων αντιδράσεων, αρνητών και παντοιοτρόπως συντηρητικών που δυσκολεύονται παραδοσιακά με την έννοια της αλλαγής. Τα ερώτηματα φυσικά θα τίθενται πάντα τα ίδια, σε ό,τι αφορά τον κινηματογράφο: Είναι η ταινία «καλή»; Φέρνει πίσω τα λεφτά της; Αλληλεπιδρά ευτυχώς με τον καιρό και την ιστορία; Αν οι απαντήσεις είναι αρνητικές, το κινηματογραφικό σώμα θα αντιδράσει, θα αλλεργήσει και θα κοιτάξει να ανασυνταχθεί.
Η ιστορία της Μαίρης της Σκωτίας, παραδόξως όχι πολυφορεμένη στην ιστορία του κινηματογράφου, είναι σε πρώτη εντύπωση μια κατάλληλα προκλητική ιστορία. Αποφεύγοντας την πολλή ιστορία, υπάρχουν αρμοδιότεροι γι' αυτό, ας πούμε πως στο 16ο αιώνα το Νησί χωριζόταν θρησκευτικά στους Προτεστάντες και τους Καθολικούς, οι πρώτοι κυριαρχούσαν στην Αγγλία δια της Ελισάβετ της 1ης, οι δεύτεροι στην Σκωτία δια της εξαδέλφης της Μαίρης. Οι δυο γυναίκες αντιπροσώπευαν κόσμους, μάχονταν όμως κι ένα ανδρικό κατεστημένο πίσω τους που τις στήριζε ή/και τις υπονόμευε εποφθαλμιώντας τα συμφέροντα του θρόνου. Η ιστορία πανάρχαιη.
Ιστορικά η Μαίρη αναφέρεται τρομερά αντιφατικά, το περίφημο δίπτυχο πόρνη/μάρτυρας την συνοδεύει, στο σινεμά όμως, παρότι το #metoo ισχυρίζεται χαλεπούς καιρούς πατριαρχικής χολιγουντιανής ιστορίας, η εικόνα της είναι μελοδραματική, μαρτυρική και θυματοποιημένη. Το ντεμπούτο της Τζόζι Ρουρκ, εκ των ιδεολογικών πραγμάτων βέβαια, δεν θα μπορούσε παρά να συνάδει. Ακριβώς εδώ ξεκινούν όμως και τα ιδεολογικά προβλήματα της επιλογής του υλικού. Η αντιπαράθεση δύο βασιλισσών είναι κατ' αρχήν μια «εσωτερική» υπόθεση γυναικών με εξουσία. Είναι δύσκολο, αν όχι και ιστορικά ανέφικτο, να φτιάξεις έναν θετικό χαρακτήρα διαχειριζόμενο την εξουσία. (Παράλληλα βέβαια ας τονιστεί ο φυσικός συντηρητισμός μιας ταινίας πάνω στη χειραφέτηση που απορρέει μιας ταινίας με θέμα την γαλαζοαίματη εξουσία. Θέλω να πω #metoo και (σταθερά άκριτη στο φιλμ) βασιλοφροσύνη δεν είναι κάπως άχαρη προοδευτική ιδεολογικότητα;)
Εν συνεχεία είναι δύσκολο να επιχειρήσεις να περιγράψεις ευνοϊκά, έστω και σε αναχρονιστική φεμινιστική ορολογία, ένα μοναρχοκεντρικό σύστημα που στηρίζει την βασική του φίλαρχη συνωμοτικότητα σε αρχές όπως η παρθενία, η εγκυμοσύνη και ο γάμος - για να μη φτάσουμε σε άλλου τύπου συμπεριφορές ωραιοπάθειας που παίζουν σε όλο το φιλμ και ειδικά στην (ανιστόρητη) συνάντηση των δύο βασιλισσών.
Σε μια ταινία όχι ιδιαίτερου κινηματογραφικού ενδιαφέροντος, με τόσα πολλά ιδεολογικά τερτίπια που δεν απαντώνται παρά με (προσεκτικές) κορώνες (...) φεμινιστικής χειραφέτησης σ' έναν αδυσώπητο και ύπουλο πατριαρχικό κόσμο (και απαντώνται με μακιγιάζ, κοριτσοκουβεντούλα και γνήσια ενδογυναικεία ανταγωνιστικότητα), το να μιλήσεις για γερές ερμηνείες από τις δύο πρωταγωνίστριες κι ένα αρμόζον μοντερνιστικό score από τον Μαξ Ρίχτερ, θα ήταν μάλλον άτοπο. Ωστόσο και οι δυο τους είναι θαυμαστές, ειδικά η - είπαμε, γεννημένη για τέτοια – Σίρσε Ρόουναν στον ρόλο της Καθολικής Βασίλισσας του τίτλου.