Ο φετινός κάτοχος της ύψιστης διάκρισης ενός από τα κραταιά κινηματογραφικά φεστιβάλ στον κόσμο είναι ένας 44χρονος σκηνοθέτης από το Τελ Αβίβ ο οποίος αποτελεί τον πιο πολυσυζητημένο νέο δημιουργό της χώρας του, πλάι στον Σάμουελ Μαόζ του «Foxtrot». Με το πολιτικά φορτισμένο «Policeman», την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Ναντάβ Λαπίντ κέρδισε το 2011 ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, καθώς και τα ενθαρρυντικά σχόλια πολλών ξένων κριτικών. Με το «Kindergarten Teacher» (2014) τα θετικά σχόλια για το ταλέντο του σεναριογράφου και σκηνοθέτη πολλαπλασιάστηκαν, οδηγώντας σε μια αξιόλογη αμερικανική εκδοχή της ταινίας του. Με τα «Συνώνυμα», όμως, ο Λαπίντ αποδεικνύει ότι αποτελεί περίπτωση δημιουργού ο οποίος δεν διστάζει να διαφοροποιείται υφολογικά από ταινία σε ταινία και που εδώ κατορθώνει και αντλεί δραματουργικό ενδιαφέρον και ζωηρές ιδέες από προσωπικά του βιώματα.
Όπως και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, έτσι κι εκείνος εγκατέλειψε κάποια στιγμή το Ισραήλ με προορισμό το Παρίσι, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής μακριά από το ασφυκτικό κατεστημένο της χώρας του. Μέρος των αναμνήσεών του πέρασε στο καινούργιο του φιλμ, δίνοντας σε σημεία την εντύπωση ότι το «Συνώνυμα» είναι μια θυμωμένη πολεμική ή μια χειρονομία αγανάκτησης αποτυπωμένη σε φιλμ. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει, ωστόσο, το περιπετειώδες υπαρξιακό χρονικό ενός ξένου που εξερευνά ουτοπίες σε έναν άγνωστο τόπο ο οποίος αδυνατεί να τον δεχτεί.
Ανήκει σε εκείνα ακριβώς τα φιλμ που δικαιολογούν με το παραπάνω τα μεγάλα βραβεία που κερδίζουν
Το «Συνώνυμα» δεν είναι, παρ' όλα αυτά, ένα συμβατικό δράμα, εξ ου και γιατί τα μέλη της (έξυπνης, προφανώς) κριτικής επιτροπής αποφάσισαν να του απονείμουν τη φετινή Χρυσή Άρκτο έναντι «ασφαλέστερων» επιλογών στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βερολίνου. Η ταινία μοιάζει πηγαία, δεν αισθάνεται υποχρεωμένη να εξηγεί τα πάντα και υιοθετεί έναν στιλιστικά ατίθασο χαρακτήρα που αντανακλά αφηγηματικά και αισθητικά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και την έκρυθμη σωματικότητα του κεντρικού ήρωα, έτσι αυθόρμητα και σχεδόν ψυχωτικά όπως ξεχύνεται στους δρόμους ενός ελάχιστα τουριστικού Παρισιού, φορώντας διαρκώς το ίδιο μουσταρδί παλτό, σαν πανοπλία που καλείται να κουβαλήσει.
Το μόνο πράγμα που έχει να διαθέσει, ωστόσο, ο Γιοάβ, είναι το καλογυμνασμένο του σώμα, μια χούφτα ιστορίες που προτίθεται ευχαρίστως να μοιραστεί και η σφοδρή επιθυμία του να βρει ένα μέρος στο οποίο να ανήκει με τους δικούς του όρους. Έστω κι αν η σκιά της χώρας που άφησε πίσω τον ακολουθεί διαρκώς, ακόμη κι όταν συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα της απόδρασής του προς μια ιδεατή πραγματικότητα που απλούστατα δεν υπάρχει.
Τα «Συνώνυμα» είναι η αναπαράσταση μιας σπασμωδικής φυγής προς το ανέφικτο
Τα «Συνώνυμα» είναι η αναπαράσταση μιας σπασμωδικής φυγής προς το ανέφικτο. Είναι η επιθυμία μιας νέας αρχής σε πείσμα όσων επιτάσσει η καταγωγή και η εθνικότητα. Είναι, τέλος, το σκιαγράφημα ενός εξεγερμένου νεαρού που τρέχει να κρυφτεί από δαίμονες οι οποίοι ενδέχεται να είναι αποκλειστικά δικοί του. Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί τα παραπάνω αυτόματα, παρορμητικά. Τα πλάνα του εναλλάσσονται με νεύρο και παραμένουν απρόβλεπτα, οι σκηνές του κρύβουν ιδιορρυθμίες και ελλείψεις, η διήγηση αφήνει αναπάντητα ερωτηματικά, η διάθεση πηγαινοέρχεται απροειδοποίητα μεταξύ κωμικού και τραγικού.
Το μόνο στο οποίο πιστεύει ο Λαπίντ είναι στον ήρωά του. Στις αστάθειες, τις κυκλοθυμίες και τις πλάνες του. Εκείνες που θα σημάνουν και τη διάψευσή του, σε ένα πικρό φινάλε που βεβαιώνει ότι μερικές φορές η συνθήκη από την οποία αγωνιούμε να ξεφύγουμε δεν βρίσκεται κάπου εκεί έξω, αλλά μέσα μας. Είναι κατάλοιπο των βιωμάτων μας, σύνολο των χαρακτηριστικών που σχηματίζουν την ταυτότητά μας και μάλλον αναπόφευκτο πεπρωμένο μας.