Η νέα ταινία του Μπρέιντι Κόρμπετ είναι ένα περίεργο αμάλγαμα. Φιλόδοξο μέσα στην αστοχία του, με προφανή διάθεση (αυτοσκοπό;) να διχάσει. Ηθοποιός που μας συστήθηκε μέσα από το τηλεοπτικό «24» αλλά και τις συνεργασίες του με Λαρς Φον Τρίερ («Melancholia»), Μίκαελ Χάνεκε (στο αμερικανικό ριμέικ του «Funny Games») και Ολιβιέ Ασαγιάς («Τα Σύννεφα του Σιλς Μαρία»), ο Κόρμπετ πραγματοποίησε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη «Γέννηση ενός Ηγέτη» το 2015 και φέτος επιστρέφει με ένα εξίσου άνισο φιλμ, από το οποίο όμως δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου. Γιατί αυτός ο συγκερασμός της ψυχαναγκαστικής ευφορίας της ποπ μουσικής σε ιστορική συνάφεια με τη βιαιότητα που έχει καταγραφεί στην αλλαγή του αιώνα, είναι εντελώς πρωτότυπος.
Η ταινία ξεκινά με μία ένοπλη επίθεση σε σχολείο που έχει πολλαπλά θύματα. Μία έφηβη μαθήτρια, η Σελέστ, επιζήσασα της τραγωδίας, συνθέτει ένα τραγούδι που εμπνέεται από το γεγονός και αναπάντεχα μετουσιώνεται στον ελπιδοφόρο ύμνο ενός έθνους. Η απότομη αυτή εξέλιξη σηματοδοτεί τη στροφή της Σελέστ στο κυνήγι μιας καριέρας που την μεταμορφώνει σύντομα σε ποπ ντίβα. Είκοσι χρόνια μετά, ταγμένη στην υπηρεσία της μουσικής ευδιαθεσίας, αλλά και ευαρέσκειας, η Σελέστ πραγματοποιεί την τελευταία συναυλία της στη γενέτειρά της.
Οι τραγωδίες της σφαγής στο λύκειο Κολουμπάιν, η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και τα τρομοκρατικά χτυπήματα του ISIS, πυροδοτούν στο σενάριο την αντιστικτική έκφραση της ποπ. Δυστυχώς, όμως, ο Κόρμπετ δεν οδηγείται τολμηρά κάπου. Εμμένει στην επιφάνεια, ακολουθώντας με τη σειρά του την εύκολη ταύτιση της ποπ μονομερώς με την ιλαρότητα. Μπορεί το «Vox Lux» να συνοδεύεται από τον υπότιτλο «Ένα πορτρέτο του 21ου αιώνα» (αφιερωμένο μάλιστα στον Τζόναθαν Ντέμι) αλλά η ταινία είναι σκέτο «stop making sense»(!). Ο Κόρμπετ εμφανώς επηρεασμένος από τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχει συνεργαστεί, π.χ. η ταινία είναι χωρισμένη σε κεφάλαια και η ουδέτερη αφήγηση δανείζεται τη φωνή του Γουίλεμ Νταφό (Τρίερ κανείς;), καταθέτει περισσότερο μία υφολογική άσκηση, παρά μία ολοκληρωμένη ταινία και μένει εκτεθειμένος.
Ακόμα και η Νάταλι Πόρτμαν που υποδύεται την ενήλικη Σελέστ, παρά το σερί εξαιρετικών ερμηνειών σε «Jackie», «Annihilation», υιοθετεί εδώ μονόπλευρα μία νευρωτική περσόνα. Η χρονικά περιορισμένη εμφάνισή της, καθώς και η κακογραμμένη σκηνή στο diner δεν τη βοηθούν καθόλου. Μαζί της ο Τζουντ Λο στο ρόλο του μάνατζερ (ξανασυναντά την Πόρτμαν μετά τα «Closer», «Cold Mountain», «Οι Νύχτες μου Μακριά σου»), η Στέισι Μάρτιν («Nymphomaniac») και η Ράφεϊ Κάσιντι («Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού») στον διπλό ρόλο της ανήλικης Σελέστ και της κόρης της, συνοδεύουν περιφερικά την «ιδέα» της ταινίας.
Εύσημα όμως αξίζει να δοθούν στον εμβληματικό Σκοτ Γουόκερ που είναι υπευθυνος για τη Χερμαν-ικών αναφορών μουσική υπόκρουση της ταινίας και στη Sia που υπογράφει σχεδόν ολόκληρο μουσικό άλμπουμ για λογαριασμό της Σελέστ, με επαγγελματισμό, συνέπεια και ποιότητα.