Έχοντας προβληθεί στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ -το πιο σημαντικό φεστιβάλ του είδους στον κόσμο- και διαπραγματευόμενο μια από τις πιο ιδιαίτερες και εκκεντρικές προσωπικότητες της πόλης της Θεσσαλονίκης, το «Ένα Βήμα Μπροστά» του Δημήτρη Αθυρίδη είχε να αντιμετωπίσει τις υψηλές προσδοκίες που ο άτυπος τίτλος της πιο αναμενόμενης ταινίας του φετινού φεστιβάλ είχε δημιουργήσει.
Ας ξεκινήσουμε αυτή τη φορά από το συμπέρασμα. Η ταινία όχι μόνο ανταποκρίθηκε σε αυτές τις προσδοκίες αλλά ίσως να κάνει και κάτι παραπάνω.
Μέχρι τώρα η έκθεση των διάσημων ανθρώπων της ελληνικής κοινωνίας σε ντοκιμαντέρ συνήθως γινόταν μετά το θάνατο τους. Προσωπογραφίες μεγάλων μουσικών, σκηνοθετών και άλλων προσώπων έρχονταν στο φεστιβάλ ή εμφανίζονταν στη τηλεόραση για να πάρουν το, δικαιολογημένο είναι αλήθεια, κομμάτι τους στην κινηματογραφική ιστορία. Αντίθετα η βιογραφική και βιωματική προσέγγιση - δεν έχουμε εδώ ένα απλό πορτρέτο- του Γιάννη Μπουτάρη έρχεται την εποχή που είναι πιο ενεργός στα κοινά της πόλης του από ποτέ: έχει καταφέρει να είναι ο δήμαρχος της.
Ο ίδιος μοιάζει σαν να είναι γεννημένος να είναι πρωταγωνιστής μπροστά από την κάμερα και δεν φοβάται να εκτεθεί αλλά και να εκθέσει όλες του τις σκέψεις. Είναι πολύ θετικό ότι αυτό δεν γίνεται μόνο με την κλασική στα ντοκιμαντέρ μορφή συνέντευξης αλλά κυρίως μέσα από τις προσωπικές του στιγμές και συνομιλίες με τους συνεργάτες του ενώ διαμορφώνουν όλοι μαζί την προεκλογική του καμπάνια με την κινηματογράφηση σε αυτά τα σημεία να θυμίζει τις απαρχές του άμεσου κινηματογράφου στην Αμερική της δεκαετίας του ‘60.
Η πολιτική διαδρομή, όμως, είναι μόνο το πρώτο πλάνο στο ντοκιμαντέρ. Παράλληλα παρακολουθούμε και τη ζωή του Γιάννη Μπουτάρη πριν από την απόφαση της πολιτικής του εμπλοκής με το δήμο και οι δυο αυτοί διαφορετικοί (χρονικά) κόσμοι συνομιλούν μεταξύ τους μέσα από τα λόγια του ίδιου και τις εικόνες του σκηνοθέτη με τη μουσική να παίρνει το ρόλο του μεσολαβητή.
Με λίγα λόγια για την παιδική του ηλικία και τον επαγγελματικό του χώρο, οι περιγραφές του επικεντρώνονται κυρίως στη σχέση του με την αγαπημένη του σύντροφο, Αθηνά, και το πρόβλημα του με τον αλκοολισμό. Μακριά από εύκολες συγκινήσεις - δεν θα ταίριαζαν άλλωστε- ο σκηνοθέτης διαμορφώνει τη δεύτερη θεματική της ταινίας πάλι μόνο μέσα από τα λόγια του ίδιου του ήρωα χωρίς να τοποθετεί κανένα συγγενή ή φίλο να μιλήσει για το ίδιον. Επιλογή πολύ σημαντική που ανανεώνει το είδος.
Πέρα όμως από το ταλέντο του δημιουργού και την έξυπνη διαχείριση του -μεγάλου φαντάζομαι- υλικού (κρατάω μια μικρή ένσταση για τα τελευταία πλάνα αλλά αυτό είναι για επόμενη ανάλυση), είναι αλήθεια ότι η προσωπικότητα του ήρωα είναι καταλυτική για τη μορφή των συναισθημάτων που ως θεατές έχουμε κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το τέλος του έργου.
Χαρισματικός, ειλικρινής, ανεξάρτητος, ανοιχτός σε όλα σχόλια και την κριτική, αυστηρός με όλους και όχι μόνο με τους αντιπάλους, θαρραλέος, αθυρόστομος και πολλά ακόμα στοιχεία που λίγο ως πολύ είναι γνωστά σε πολλούς -ειδικά στο κοινό της Θεσσαλονίκης. Από τη στιγμή όμως που ξεκινάει η ταινία όλα αυτά ξεχνιούνται. Μαγνητίζεσαι (ξανά;) από την παρουσία του και το λόγο του και τον παρακολουθείς σαν να τον γνωρίζεις για πρώτη φορά. Και αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο επίτευγμα της ταινίας.