Υποδυόμενη για πολλοστή φορά μια γυναίκα όχι στα πρόθυρα, αλλά στην έξαρση μιας νευρικής κρίσης, η Εύα Γκριν πρέπει να αντιμετωπίζει πια σκηνές μανιακών ξεσπασμάτων με τον ίδιο τρόπο που πρέπει να αντιδρά ο Χιου Γκραντ όταν του δίνουν μια ρομαντική σκηνή, δηλαδή κάπου ανάμεσα στη ρουτίνα και στο «φέρε μου και θα σου δείξω πώς το κάνουν. Στο «Nocebo» του Λόρκαν Φίνεγκαν, η πρωταγωνίστρια επιστρατεύεται για μια αφήγηση horror απολήξεων που θα σου ζητήσει να κάμψεις τη δυσπιστία σου αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της – με πρώτη και καλύτερη τον τρόπο (μη) αντιμετώπισης του απρόσκλητου επισκέπτη.
Ψηφιακά τσιμπούρια, ρυπαροί σκύλοι και εφιαλτικά πύρινα όνειρα επιστρατεύονται για να εξυπηρετήσουν το είδος, δίχως, όμως, ιδιαίτερη εφευρετικότητα στο στήσιμο του εκάστοτε set-piece ή αξιοποίηση του χώρου εντός του κάδρου για την παραγωγή τρόμου. Όλα αυτά, ακόμα και το αμήχανο στήσιμο καίριων σκηνών της τρίτης πράξης, είναι πταίσματα μπρος στη σύλληψη και την στοχοθεσία ενός πονήματος κακόβουλου, επί της ουσίας, σχηματικού και ενοχλητικά αφοσιωμένου στον σαδισμό και στη σαγήνη του ρεβανσισμού που το διέπει. Η χειρότερη ταινία που παρακολούθησε ο υπογράφων στο φετινό φεστιβάλ – και να σκεφτείτε ότι είδε ακόμα και μια ταινία που λεγόταν «Τριποδισμός». Γιάννης Βασιλείου
H Αγγελική Παπούλια πρωταγωνιστεί στο «A Little Love Package» του Γκαστόν Σολνίκι, πλάι στην Κάρμεν Τσάπλιν (εγγονή του Τσάρλι). Αργεντινός σκηνοθέτης, μια Ελληνίδα και μια Βρετανή στην κορυφή του καστ, Βιέννη το βασικό πλαίσιο της πλοκής και κάπου εδώ, δεδομένης της πιο ελεύθερης φόρμας που συνήθως έχουν οι ταινίες από το βερολινέζικο Encounters (τμήμα που φιλοξένησε πριν μήνες την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της ταινίας), θα έπρεπε ήδη να είχαμε ψυλλιαστεί κατά πού πάει η δουλειά. Όλα εδώ ξεκινούν με την Παπούλια να κάνει δύσκολη τη ζωή της Τσάπλιν, καθώς απορρίπτει για κάθε πιθανό και απίθανο λόγο όλα τα σπίτια που η τελευταία της προτείνει να αγοράσει, την ώρα που η αυστριακή πρωτεύουσα γνωρίζει ένα τέλος εποχής (2019) με την απαγόρευση του καπνίσματος στα καφέ της πόλης.
Από τούτο το βατό αφηγηματικό σημείο και μετά το πράγμα ξεφεύγει, το ενδιαφέρον μεταναστεύει προσωρινά στην Ανδαλουσία και τίποτα από όσα συμβαίνουν δε νιώθουν την υποχρέωση να βγάλουν κάποιο στέρεο νόημα. Οι εικόνες του Σολνίκι μπορεί να έχουν ένα επιμέρους ενδιαφέρον και ο τίτλος να βρίσκει καρτερικά ανταπόκριση σε ένα ταπεινό πακέτο που δίνεται με αγάπη, αλλά όπως κάποια στιγμή ακούγεται στην ταινία, «anyway it’s boring, why are we talking about this?». Και θα ήταν ψέματα να μην πούμε ότι συμφωνούμε, όσο κι αν η ρεμπραντική σκηνή στο τέλος με ένα ολόκληρο τραπέζι να παρακολουθεί την ελληνίδα ηθοποιό να τρώει κοτόπουλο υπό τους ήχους του «Wonderful Life», είχε κάτι το avant-garde. Νεκτάριος Σάκκας
Τα «Οκτώ Βουνά» («Le Otto Montagne») είναι μία γοητευτική ταινία. Υπάρχει άλλωστε μια εγγενής ιδιαιτερότητα στο γεγονός ότι ένα ζευγάρι Βέλγων παθιάστηκε τόσο με το ομώνυμο διήγημα του Πάολο Κονιέτι - μεγάλο χιτ στην Ιταλία και διεθνώς - σε βαθμό να το γυρίσουν ταινία, να μάθουν ιταλικά για μεγαλύτερη δυνατή σύνδεση με τον τόπο και βέβαια να πάρουν τα βουνά. Εκείνα τα αλπικά βουνά στα οποία διαδραματίζεται το βιβλίο με θέμα του μια φιλία σε ορίζοντα τριών και πλέον δεκαετιών. Δυστυχώς, όμως το σκηνοθετικό δίδυμο των Φέλιξ Βαν Γκρόνινγκεν και Σαρλότ Βάντερμιρς δεν βοηθούν αρκετά ώστε να το αναδείξουν στην υπερβολικά γενναιόδωρη διάρκεια των δυόμιση ωρών.
Το υποβλητικό τοπίο, ειδυλλιακά ήπιο τα καλοκαίρια και άγριο τους χειμώνες, υπέροχα κλεισμένο στο 4:3 κάδρο του Ρούμπεν Ίμπενς (διευθυντή φωτογραφίας σε προηγούμενες δουλειές του Βαν Γκρόνινγκεν αλλά στα «Titane», «Raw» της Ντικουρνό), πρωταγωνιστεί σε ένα φιλμ που το θέτει άλλωστε στο επίκεντρο της προσοχής από τον τίτλο κιόλας. Επιπλέον, οι πρωταγωνιστές Λούκα Μαρτινέλι («Μάρτιν Ίντεν») και Αλεσάντρο Μπόργκι ανταμείβουν με τις απαιτητικές ερμηνείες τους. Παρόλα αυτά, μένει η αίσθηση ότι τα «Οκτώ Βουνά» θα άξιζαν ένα καλύτερο ραφινάρισμα στο σενάριο και μια πιο σφιχτή διάρκεια προκειμένου να αναδείξουν τις αρετές που κρύβουν κάτω από το χιόνι και τα χρόνια που περνούν. Νεκτάριος Σάκκας
Ο Νοτιοαφρικανός Όλιβερ Χερμάνους διασκευάζει επάξια τον «Καταδικασμένο» του Ακίρα Κουροσάβα, μεταφέροντας την ιστορία ενός γραφειοκράτη που έχει να διαχειριστεί τα μαντάτα μιας ανίατης ασθένειας από το μεταπολεμικό Τόκιο στο Λονδίνο της ίδιας περιόδου, διατηρώντας ωστόσο αναλλοίωτο τον παροιμιώδη ουμανισμό του φιλμ του ‘52. Σημαντικό μέρος του ρίσκου μιας αναμέτρησης με ένα τόσο εμβληματικό έργο απορροφά καταρχήν ο νομπελίστας συγγραφέας Καζούο Ισιγκούρο, με μία σεναριακή διασκευή ατόφιας βρετανικότητας, οπωσδήποτε συμβατής πάντως με την χαρακτηριστική εκφραστική εγκράτεια της ιαπωνικής κουλτούρας. Ο Ισιγκούρο ήταν μάλιστα εκείνος που για χρόνια ονειρευόταν μια βρετανική διασκευή του «Καταδικασμένου» με τον Μπίλι Νάι στον πρωταγωνιστικό, όταν ακόμη ο τελευταίος δεν το είχε δει.
Το ευτύχημα της πραγμάτωσης του «Αισθάνομαι Ζωντανός» («Living») έχει πολύ να κάνει με την αψεγάδιαστη ερμηνεία του Νάι που αξίζει όλα τα Όσκαρ του κόσμου, καθώς ενσαρκώνει την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην αντανακλαστική αγωνία του πόσο θα ζήσουμε, και την ουσιαστική πρόκληση του πώς θα ζήσουμε, την κληρονομιά που αφήνουμε φεύγοντας. Ασφαλώς και δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τη ρετρό ματιά α λα κλασικό Χόλιγουντ του Χερμάνους με γωνίες λήψης που θυμίζουν έντονα Όρσον Γουέλς, καθώς επίσης την ευχέρεια να ακολουθεί ήρωες που σηκώνουν βαριά μυστικά (τα «The Endless River» του 2015 και «Moffie» του 2019 είναι τέτοιες περιπτώσεις). Με διαφορά το καλύτερο - και πιο συγκινητικό - φιλμ που είδαμε μέχρι στιγμής στο φετινό Φεστιβάλ. Νεκτάριος Σάκκας
Το ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr βρίσκεται στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (3-13 Νοεμβρίου 2022) και θα σας προσφέρει καθημερινές ανταποκρίσεις.
Διαβάστε περισσότερα:
63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Ενημερωθείτε αναλυτικά για το πρόγραμμα