(Η κριτική μας, μοιραία, αποκαλύπτει ένα βασικό στοιχείο της ταινίας που για μας μικρή σημασία έχει αν θα κοινοποιηθεί πριν τη προβολή, μα οι συντελεστές επιθυμούν να παραμείνει μυστικό για όσους δεν την έχουν δει. Κοινώς, έχει spoilers)
Ανάμεσα στις πολλαπλές ερμηνείες και λειτουργίες της «Σονάτας του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου είναι κι εκείνη μιας ιστορίας φαντασμάτων. Η νυχτερινή εξομολόγηση (θα μπορούσε να) απευθύνεται σε μια βωβή, «φαντασματική» παρουσία, ακούσια παραλήπτρια ξεθωριασμένων αναμνήσεων και μισοξεχασμένων ονείρων κι ενός επίμονου αιτήματος: «άφησε με να έρθω μαζί σου». Είναι συχνό φαινόμενο στην ελληνική παράδοση οι νεκροί να επιστρέφουν ή να παραμένουν στον κόσμο μας έπειτα από κάλεσμα των ζωντανών ή σε βοήθεια των τελευταίων. Το «Arcadia» του Γιώργου Ζώη τούς δίνει φωνή, είναι η απάντηση της άλλης πλευράς σ' αυτό το επίμονο «άφησε με να ‘ρθω μαζί σου».
Ναι, το φιλμ είναι πρωτίστως μια ιστορία φαντασμάτων. Ένα τροχαίο δυστύχημα φέρνει ζεύγος στον χώρο που συνέβη, πέπλο μυστηρίου καλύπτει τη φύση αυτού που παρακολουθούμε, μέχρι που συνειδητοποιούμε ότι ο σύζυγος είναι ζωντανός και πικραμένος και η σύζυγος νεκρή και μπερδεμένη – ήταν, άλλωστε, συνοδηγός στο επίμαχο δυστύχημα. Δεν υπάρχει καμία γραμμή που να χωρίζει τον κόσμο των ζωντανών από εκείνον των πεθαμένων στο σύμπαν της ταινίας, συνυπάρχουν μέσα στο κάδρο, μόνο που οι πρώτοι δεν μπορούν να δουν τους δεύτερους – κι ας είναι η βασική αιτία που βρίσκονται ακόμα εδώ.
Ο τόνος είναι αρμοστά θρηνητικός, μα περιστασιακά διαρρηγνύεται από παντελώς αχρείαστα και παράταιρα weird στοιχεία. Κι επειδή ο όρος χρησιμοποιείται πολύ, μα σπάνια διασαφηνίζεται, θα εξηγήσουμε πώς τον αντιλαμβανόμαστε εμείς. Αυτό που ονομάστηκε weird greek cinema, όσο κι αν ενοχλεί τους εγχώριους κινηματογραφιστές, έχει παγιωθεί από τη θεωρία και βοήθησε στην εξωστρέφεια του ελληνικού σινεμά, αλλά και στην εμπορικότητά του– καλώς ή κακώς, oι buyers στις φεστιβαλικές Αγορές γοητεύονται από τα brand names. Για τον σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου, που υπήρξε και παραμένει πρωτοπόρος αυτού του ιδιώματος, το weird συνίσταται στην αναπαράσταση, σε ένα παιχνίδι ρόλων που αναπαράγει συμβολικά έναν θεσμό ή μια κοινωνική διαδικασία, και υπαγορεύει μια συγκεκριμένη εκφορά του λόγου, όμοια με εκείνη της λεγόμενης «πρώτης ανάγνωσης» , που δικαιολογείται από την αναπαράσταση και ενίοτε συμβολίζει την απο-συναισθηματοποίηση. Στη συνέχεια άλλες δημιουργίες κράτησαν την ιδιαίτερη αυτή εκφορά του λόγου, άλλες το σκέλος της αναπαράστασης, άλλες έκαναν κάτι δικό τους, μα παρεμφερές, όλες τους όμως έχουν ένα κοινό στοιχείο: την πρόκληση αμηχανίας, την επίθεση σε παγιωμένους, μα συντηρητικά ιδωμένους θεσμούς και νοοτροπίες, το (κάποτε ψυχαναγκαστικά δοσμένο) «τρολάρισμα» των πιο σεμνότυφων μελών του κοινού, το ύψωμα του μεσαίου δάχτυλου στα χρηστά ήθη.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, με τη συστηματική επανάληψή του ο νεωτερισμός γίνεται μανιέρα. Στο «Arcadia» λοιπόν, των ακοινώνητων συναισθημάτων, των ενοχών, των ματαιωμένων δεύτερων ευκαιριών και του άχθους όσων τραγικών δεν μπορούν πια να αλλάξουν, οι «προκλητικές» αυτές πινελιές μοιάζουν με κατάλοιπα (ή παρενέργειες, αν θέλεις) αυτής της μανιέρας. Ναι, αν για τους ζωντανούς ο οργασμός είναι ένας «μικρός θάνατος», δεν θα μπορούσε για τους νεκρούς να είναι μια «μικρή ζωή»; Δεν εντοπίζεται, απαραίτητα, στο εύρημα το πρόβλημα, αλλά στην αξιοποίησή του. Όταν το σεξ για επαναφορά αναμνήσεων συμβαίνει παράλληλα με μια σπαραχτική εξομολόγηση στη σκηνή της συνάντησης των απατημένων συζύγων, το κέντρο βάρους φεύγει από την εξομολόγηση, φεύγει από τη δραματουργία και μετατίθεται στην αμηχανία και στο τέχνασμα που μεταχειρίστηκαν οι άνθρωποι πίσω από τον φακό για να την προκαλέσουν.
Τα γράψαμε για να φύγουν από την μέση, καθώς όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους έχουν μικρότερη σημασία από τη γενική εικόνα. Και η γενική εικόνα λέει ότι η μελαγχολία, που πηγάζει από το σενάριο, ενσωματώνεται στα χρώματα, αποτυπώνεται στο ηχοτόπιο της ταινίας, φωλιάζει στα νοτισμένα βλέμματα ζωντανών και νεκρών, που περιφέρονται με ένα «αχ» κι ένα «γιατί» στον ίδιο τόπο, ταυτόχρονα βασανιστές και βασανιζόμενοι. Λέει ότι μετά από χρόνια εγκεφαλικών δημιουργιών και (πρωτίστως) διανοητικών κατασκευών, μια ταινία αυτής της γενιάς σκηνοθετών δοκιμάζει να επενδύσει στο συναίσθημα, στο βίωμα, να διατηρήσει την καθολικότητα που διέπει αυτόν τον τύπο ελληνικού σινεμά, αλλά ταυτόχρονα να επικαλεστεί (και) τις ελληνικές ρίζες: υπάρχει μια σεκάνς ατόφιας ελληνικότητας, απευθυνόμενη σε βαθύτερες, ξεχασμένες (και ενίοτε κυνηγημένες), αλλά εντυπωμένες στο υποσυνείδητο πτυχές της πολιτιστικής μας ταυτότητας, ικανή να σηκώσει την τρίχα και να διεγείρει τους δακρυγόνους αδένες με τρόπο εφάμιλλο με εκείνον του πατέρα Βούλγαρη, σε αντίστοιχες σκηνές δικές του – ένα «αγάπη μου» που κινητοποιεί ακόμα και τα στοιχεία της φύσης στη «Μικρά Αγγλία», τα μαλλιά που ασπρίζουν σε μια νύχτα στις «Νύφες», ένας τελευταίος χορός πριν την εκτέλεση στο «Τελευταίο Σημείωμα».
Αναφερόμαστε σε εκείνη την συγκλονιστική σεκάνς όπου τα φαντάσματα διατυπώνουν στους ζωντανούς το αίτημα τους, μέσω πολυφωνικού παράπονου. Δίνουν την απάντησή τους στις εκκλήσεις των ζωντανών, αποκρίνονται στην επωδό της Σονάτας του Σεληνόφωτος: «άφησε με να φύγω». Σε μια ταινία που κρατά τα ντεσιμπέλ σε χαμηλούς τόνους και, πλην των προαναφερθέντων ατασθαλιών, συγχρονίζεται με την θλιμμένη φύση της ιστορίας και του θέματος, όταν έρχεται αυτή η μελωδική κραυγή αποκτά τον μέγιστο δυνατό αντίκτυπο. Και προκύπτει με τη μορφή παραδοσιακού άσματος, ώστε να αποκτήσει διαχρονικότητα, να δώσει φωνή στον νεκρό, όπως τον αντιλήφθηκε αυτή η παράδοση, και, κυρίως, μια τρυφερή ώθηση στους ζωντανούς να προχωρήσουν παρακάτω, να μπει ένα όριο στην τυραννία της μνήμης - να «σταματήσουν οι κασέτες», αν θέλεις, για να θυμηθούμε και το θεματικά παραπλήσιο «Ησυχία 6-9» όπου πρωταγωνιστούσε επίσης η Αγγελική Παπούλια.
Κι αυτό το «παρακάτω» θα έρθει συναινετικά, σε μια τρυφερή σκηνή στο τέλος, όπου τα βλέμματα των δυο πιο κινηματογραφικών ηθοποιών που έχουμε – την Παπούλια την αναφέραμε, ο άλλος είναι ο Βαγγέλης Μουρίκης- θα φανεί πως αντάμωσαν για μία και μοναδική φορά. Είναι μια απλή, πλην σαφής και περιεκτική ιδέα. Σε μια στιγμή υποκριτικής μαγείας, οι δυο ηθοποιοί κατορθώνουν να κοιταχτούν σαν να μην κοιτάχτηκαν με τα μάτια – είναι υπό συζήτηση αν όντως είδαν ο ένας τον άλλο- και έρχεται κινηματογραφικά. δηλαδή μέσω την εικόνας, η απαραίτητη κάθαρση, σε μια ταινία που δεδομένα θα επισκεπτόμαστε στο μέλλον, όποτε την (ξανα)χρειαστούμε. Εύγε.