Δεν είναι φρόνιμο να επικαλείσαι κλισέ περί «δύσκολης δεύτερης ταινίας», με όσα αυτή συνεπάγεται στη βιομηχανική και κριτική slang, ειδικά όταν δεν έχεις κάποια δεδομένα – μπορεί πχ. ο δημιουργός να είχε ξεκινήσει να δουλεύει αυτό το δεύτερο χτύπημα, πριν το ντεμπούτο του. Και για να σιγουρευτείς, θα πρέπει να προσφύγεις στα production notes, τα οποία συνιστούν αν όχι τον θάνατο, τουλάχιστον την αλλοίωση του κριτικού λόγου- όλο και περισσότεροι Αμερικανοί κριτικοί γράφουν αδιανόητα μεγάλα κείμενα, χρησιμοποιώντας ως δομή τα points των production notes.
Ο λόγος που αναφερόμαστε στον συγκεκριμένο pop όρο δεν είναι μόνο ότι το «Killerwood» αποτελεί τη δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη Χρήστου Μασσαλά μετά το εκρηκτικό «Broadway», αλλά και η συχνότητα της προσφυγής σκηνοθετών που βρίσκονται σε μεταβατικό δημιουργικό στάδιο –και οι πιο ανήσυχοι είναι μόνιμα τέτοιοι- στoν meta σχολιασμό και στην αυτοαναφορικότητα. Στο «Killerwood», λοιπόν, ανασφαλής και ολίγον νάρκισσος σκηνοθέτης επιχειρεί να γυρίσει slasher στην Αθήνα και στην ελληνική γλώσσα. Η ταινία ακολουθεί την προσπάθεια παρασκευής αυτού του πονήματος, καταγράφοντας τα ευτράπελα και τις αναπόφευκτες αναποδιές όταν οι εγχώριες συνθήκες παραγωγής είναι τέτοιες, την πιθανή δράση ενός πραγματικού serial killer, την έλευση πακέτων με δυσάρεστες εκπλήξεις και τη βιντεοσκόπηση μελών του συνεργείου από άγνωστο.Όλα αυτά μπαίνουν σε ένα μπλέντερ ειδών και ιδεών, δίχως σπονδυλική στήλη, που στηρίζεται κυρίως στην έμπνευση (και τη γοητεία) της στιγμής. Και πάλι αφήνεται η αίσθηση ενός σεναρίου ευρισκόμενου μερικά drafts μακριά από την τελείωσή του – εδώ αρκετά περισσότερα.
Υπάρχουν κωμικές εκλάμψεις, μα η κωμωδία απαιτεί άλλο ερμηνευτικό ρυθμό, υπονομεύεται από τη μανιέρα των παύσεων που συναντούμε στην πλειονότητα του εγχώριου σινεμά. Αυτό, φυσικά, δεν χρεώνεται στους ταλαντούχους ηθοποιούς και στον τρόπο εκφοράς των διαλόγων, αλλά στη διεύθυνσή τους. Υπάρχει, επίσης, και μπολική σινεφιλία, είτε αποσυνδεδεμένη από την πηγή, είτε δραματικά αστήρικτη για να προκαλέσει ανάλογο δραματικό αντίκτυπο και όμοιο σημειολογικό βάρος με εκείνη – ο Τζον Τραβόλτα στο «Blow Out» πέρασε από τη Σκύλα στη Χάρυβδη αναζητώντας την τέλεια κραυγή, για να διαπιστώσει ότι η μεγάλη τέχνη είναι προϊόν αληθινού, βιωμένου δράματος.
Εκτιμάς και πάλι το ρεπεράζ σε αθηναϊκά σοκάκια, δεν είναι πολλοί οι ενεργοί δημιουργοί εκεί έξω που αγαπούν την Αθήνα τόσο και έχουν την επιθυμία (ή την ικανότητα) να της δώσουν ακόμα και υπερβατικές διαστάσεις. Συναντάς ξανά το μοτίβο της συντροφιάς και της ομάδας, που μόνο εκ των έσω μπορεί να διαρραγεί. Οι δε σκηνές της ταινίας μέσα στην ταινία μέσα στην ταινία (!), του slasher δηλαδή, φέρουν τους απαραίτητους κυανέρυθρους φωτισμούς, έχουν αίμα κινηματογραφικό, δηλαδή κατακόκκινο, και τη δέουσα camp υπερβολή – οριακά σκεφτήκαμε πως θα προτιμούσαμε να παρακολουθούμε αυτή την ταινία.
Τίποτε στοχευμένο και τίποτε παραπάνω, δυστυχώς, πέρα από μια υποσχετική για την επόμενη ταινία, ενισχυμένη από την ορμητικότητα (αλλά όχι πια την ορμή) της προηγούμενης.
Το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται 31 Οκτωβρίου με 10 Νοεμβρίου 2024.