Ο Γιάννης (Γιάννης Μπελής) είναι ένας σιδεράς που ζει μόνος του. Στον ελεύθερο χρόνο του πηγαίνει για κυνήγι, το οποίο μοιάζει να είναι και το μοναδικό πράγμα που τον ηρεμεί και τον χαλαρώνει. Όταν μάθει για τον εντελώς απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του, θα επιστρέψει στο χωριό για την κηδεία της. Εκεί η απώλεια μοιάζει χειροπιαστή και ο Γιάννης θα πρέπει να βρει τη δύναμη να αντιμετωπίσει το βάρος του χαμένου χρόνου.
Ο Πυθαράς υπογράφει και σκηνοθετεί την ιστορία ενός ανθρώπου σε υπαρξιακό μεταίχμιο, με ρεαλισμό και προσήλωση, χωρίς περιττά μελοδράματα και φτηνή συγκίνηση. Αυτό λειτουργεί υπέρ της ταινίας η οποία αντανακλά, στο σύνολό της, την κεντρική ερμηνεία του Γιάννη Μπελή, ενός ερασιτέχνη ηθοποιού που κοινωνεί σωματικά και εκφραστικά τον πόνο και τον θυμό, σαν να πρόκειται για καζάνι που βράζει, ικανό να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.
Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί και η πλοκή με τον μάτσο γείτονα και τον σκύλο του, τον οποίο κακοποιεί νυχθημερόν, με το σενάριο να φέρνει, αναμενόμενα, κοντά τις δυο ταλαίπωρες ψυχές – τον σκύλο και τον Γιάννη – οι οποίοι μοιάζουν σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Σεναριακά το φιλμ εξερευνά το θέμα του χαμού με τρόπο προσγειωμένο, δίχως εξάρσεις και ίσως αυτό κάπου να λείπει κατά τη διάρκειά του, εντούτοις η σκηνοθεσία συμβάλει τα μέγιστα ακόμα και όταν οι χαρακτήρες δεν λένε τίποτα – ιδίως τότε, δημιουργώντας ένα ασφυκτικά κλειστοφοβικό περιβάλλον, εκκωφαντικής ησυχίας. Για τον λόγο αυτό οι «ηχηρές» στιγμές της ταινίας, όπως το αέναο γαύγισμα του σκύλου ή ο τροχός στο σπίτι του Γιάννη, δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα ακουστική αντίθεση που ενισχύει και την εντύπωση ενός επικείμενου κακού.
Ίσως το μοναδικό πράγμα που δεν ενσωματώνεται ποτέ τόσο αποτελεσματικά μέσα στην ιστορία, να είναι οι ονειρικές σκηνές του Γιάννη, που μοιάζουν με ζώσες εμπειρίες, σαν flashbacks από κάποια άλλη, μακρινή ζωή. Ενώ γίνεται κατανοητή η σύνδεση που επιχειρείται εδώ, δεν αποκτά, ωστόσο, οργανική μορφή, παραμένοντας μέχρι το τέλος της ταινίας, σαν ένα ξέχωρο, αποκομμένο υποθεσιακό κομμάτι.
Στον αντίποδα, από τα πιο λειτουργικά κομμάτια του φιλμ είναι η σκηνοθετική επιλογή των κοντινών πλάνων που εξωτερικεύουν ολοένα και περισσότερο την εσωτερική κατάσταση του Γιάννη (μέχρι το σημείο βρασμού κι ακόμα παραπέρα), αλλά και εκείνη η σεναριακή επιλογή που μοιάζει να χαιρετά από μακριά τη σκηνή από τον «Ελαφοκυνηγό», όπου ο Μάικλ του Ρόμπερτ Ντε Νίρο συνειδητοποιεί πως μετά τον τόσο θάνατο που βίωσε στον πόλεμο, δεν μπορεί πια να σκοτώσει το αρχετυπικό ελάφι.
Το «Κυνήγι» είναι μια ταινία εχέγγυο για τις μελλοντικές δουλειές του Πυθαρά, ο οποίος μοιάζει να έχει βρει πια τα πατήματά του στις μεγάλου μήκους παραγωγές. Εδώ θα είμαστε – ελπίζουμε – και για τις επόμενες.
Το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται 31 Οκτωβρίου με 10 Νοεμβρίου 2024.