Η Αργυρώ (Χαρά Κυριαζή) και η Αννέτα (Πάμελα Οικονομάκη) είναι φίλες και μοιράζονται την ίδια αίσθηση εγκλωβισμού και αδιεξόδου στην ανιαρή καθημερινότητα που βιώνουν, στην επαρχιακή πόλη όπου κατοικούν. Όταν η Αννέτα μείνει έγκυος από τον φίλο της, θα αποφασίσει να μετακομίσει μαζί του στη Λάρισα, όπου μένει η μητέρα του, μια επιλογή που θα πληγώσει την Αργυρώ και θα βάλει φρένο στο, παραπάνω από φιλικό, συναίσθημα που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ τους. Όμως η καθημερινότητα στη Λάρισα θα αποδειχθεί ακόμη πιο ανιαρή και μονότονη για την Αννέτα, η οποία θα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τον πατέρα του παιδιού που κυοφορεί και να επιστρέψει στην Αργυρώ. Μόνο που, τώρα, θα έρθει αντιμέτωπη με την καχυποψία των ντόπιων.
Ο Στέργιος Ντινόπουλος και η Χρυσιάννα Παπαδάκη, δημιουργοί της βραβευμένης μικρού μήκους ταινίας «Αρκουδότρυπα», παραδίδουν φέτος το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο τους, το οποίο αποτελεί προέκταση της μικρού μήκους τους. Η ταινία τους μιλά για τη μονοτονία της ζωής στην ελληνική επαρχία, θίγει ζητήματα όπως η θέση της γυναίκας και ο ομόφυλος ερωτισμός, και αφηγείται τελικά μια ερωτική ιστορία που πηγαίνει κόντρα στα ταμπού της περιοχής όπου λαμβάνει χώρα το έργο. Αναγνωρίζεις την καλή πρόθεση, η αλήθεια είναι, όμως, ότι τίποτα πρωτότυπο δε συναντάται σε όλα αυτά, αντιθέτως το πρώτο πρόβλημα στο οποίο σκοντάφτει η ταινία είναι η ανακύκλωση ιδεών, αισθητικών και αφηγηματικών μοτίβων που έχουμε ξαναδεί στο μοντέρνο ελληνικό (και όχι μόνο) σινεμά.
Το σενάριο δεν είναι το δυνατό σημείο των νεότερων Ελλήνων δημιουργών και το δίδυμο πίσω από την «Αρκουδότρυπα» δεν αποτελεί εξαίρεση. Η διάρκεια των 130 λεπτών δε δικαιολογείται σε καμία περίπτωση και, προκειμένου να τη γεμίσουν, οι δύο σκηνοθέτες εντάσσουν στην ταινία τους μουσικά ιντερλούδια και σκηνές όπου κάποια από τις ηρωίδες τους ατενίζει τον ουρανό χαμογελώντας γλυκόπικρα, δίχως όλα αυτά να προσφέρουν οτιδήποτε στη δραματουργία. Οι διάλογοι είναι ξύλινοι και θυμίζουν άτσαλη απόπειρα μίμησης της νεανικής αργκό, οι χαρακτήρες σχηματικοί (όλες οι γυναίκες καταπιεσμένες, όλοι οι άντρες καταπιεστικοί ή χαμηλής ευφυίας ή και τα δύο) και ο συμβολισμός της σπηλιάς υπερβολικά προφανής.
Οι ερμηνείες, ακόμα ένα μείζον πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου, επίσης πάσχουν. Δεν μπορούμε ακριβώς να ψέξουμε τα μέλη του cast, αφού οι ρόλοι που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν δεν είναι ιδιαίτερα «ζουμεροί», όμως η deadpan εκφορά του λόγου πλήττει τον επιθυμητό νατουραλισμό της ταινίας. Ζούμε ακόμη τα απόνερα του Weird Wave, οπωσδήποτε, όμως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια όλες οι ερμηνείες σε όλες τις ελληνικές ταινίες του arthouse κυκλώματος μοιάζουν ίδιες. Περισσότερο κι από τους ηθοποιούς τους ίδιους, εντοπίζουμε το πρόβλημα στους σκηνοθέτες, που συχνά αδυνατούν να καθοδηγήσουν το cast τους προς μια κινηματογραφική ερμηνεία.
Από εκεί και πέρα, ορισμένες αισθητικές επιλογές είναι συζητήσιμες, ενίοτε αξιέπαινες. Η φωτογραφία, για παράδειγμα, είναι θαυμάσια, με διαφορά το καλύτερο στοιχείο της ταινίας. Κάποιος μπορεί να επαινούσε και τις ετερόκλητες μουσικές επιλογές, ο γράφων ωστόσο παίρνει χαώδη απόσταση από κάτι τέτοιο. Οι τοποθεσίες που επιλέχθηκαν για τα γυρίσματα είναι εξαιρετικές και θα θέλαμε πολύ να δούμε μια ταινία τρόμου που να διαδραματίζεται σε αυτές.
Συνολικά, η «Αρκουδότρυπα» είναι ένα ντεμπούτο που πάσχει από χρόνιες παθογένειες του ελληνικού σινεμά και πέφτει στην παγίδα της επανάληψης. Θετικά στοιχεία ασφαλώς εντοπίζουμε, υπάρχει όμως ακόμα πολύς δρόμος για τους δημιουργούς. Μακάρι να διανυθεί σύντομα και με την επόμενη κιόλας ταινία τους να μας εκπλήξουν ευχάριστα.





