Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία οι Γοργόνες ήταν τρεις αδελφές – η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα. Από τις τρεις τους η Μέδουσα ήταν η μοναδική θνητή και είχε την ικανότητα να μετατρέπει όποιον την κοιτούσε σε πέτρα. Στην περίπτωση της πρωταγωνίστριας Μαρίας (Μαχούτ) όποιος άνδρας την τσαντίζει ή την αδικεί, δεν μετατρέπεται σε λίθινο ομοίωμα, αλλά παθαίνει επιληπτικές κρίσεις.
Μονάχα από τον τίτλο μπορεί να αντιληφθεί κανείς πως περίπου θα κινηθεί η ιστορία. Σε ένα δυστοπικό παρόν οι άνδρες έχουν αναλάβει την εξουσία μιας πόλης πλούσιας σε κοιτάσματα πετρελαίου, ανταλλάσσοντας το πολύτιμο μαύρο υγρό με τρόφιμα και γυναίκες. Μέσα σε μια κοινωνία που ζέχνει τεστοστερόνη, αναβολικά και σπέρμα, οι ελάχιστες γυναίκες περιορίζονται σε ρόλους κουζίνας και πόρνης. Όλες εκτός από τη Μαρία που πρόκειται να διαγωνιστεί με τους υπόλοιπους άνδρες στη διαδοχή του Νίκου (Λούλης), ενός διαταραγμένου αρχηγού (α λα Immortan Joe) των αρρένων «στρατιωτών» που γνωρίζει τη Μαρία από παλιά. Όταν στην εξίσωση προστεθεί και ο ερχομός μιας ξένης στην πόλη, τότε η κατάσταση ξεκινάει να μυρίζει μπαρούτι.
Εάν το «Mad Max: Fury Road» του Τζορτζ Μίλερ και το «The Bad Batch» της Άνα Λίλι Αμιρπούρ έκαναν ελληνικό παιδί, αυτό σίγουρα θα ήταν η «Gorgonà». Η Καλογηροπούλου παίρνει τα «war boys» του Μίλερ, αλλά δεν τους υπόσχεται τη Βαλχάλλα στη μετά θάνατον ζωή, για το τοξικό machismo των στρατευμένων αρκεί η ζωική πρωτεΐνη και η καθημερινή προπόνηση προκειμένου να φτάσουν στο απόγειο της θλιβερής τους ύπαρξης. Από την άλλη η εικαστική γουέστερν ερημιά και ο ξεπεσμός του ανθρώπινου είδους όπως αυτά φιλτράρονται θαυμάσια στο υποτιμημένο φιλμ της Αμιρπούρ, χωράνε εδώ στην Ελευσίνα που έχει επιλεχθεί ως κρανίου τόπος, με τα εύσημα να πηγαίνουν σαφώς στο κομμάτι της παραγωγής που έχει καταστήσει τον ευρύτερο χώρο των διυλιστηρίων το μέρος όπου πάνε τα όνειρα για να πεθάνουν.
Κατά τα άλλα η ταινία στήνεται σαν μια φεμινιστική αφήγηση συμβόλων, τα πάντα εξυπηρετούν έναν άλλον σκοπό από αυτόν που φαίνεται, αποβλέποντας στην ενδυνάμωση της γυναικείας χειραφέτησης και την απελευθέρωση από τον ανδρικό ζυγό, όμως όλα αυτά είναι υπερβολικά προφανή και στημένα δίχως πλοκή. Η υπόθεση παρουσιάζεται ως ένα συνονθύλευμα σχεδόν άσχετων μεταξύ τους σκηνών που ακόμα κι αν αλλάξεις τη σειρά τους, θα σου πουν πάλι την ίδια ιστορία: όλα τα φύλα υποφέρουν κάτω από την αρσενική κυριαρχία.
Δεν περιμένεις διδακτισμό από μια τέτοια ταινία, όμως έτσι μοιάζει, σαν να σου κουνάει το δάκτυλο από την αρχή για το σωστό και το λάθος. Οι χαρακτήρες δεν απαντούν σε όσα συμβαίνουν γύρω τους (μεταξύ μας, δεν συμβαίνουν και πολλά), αλλά είναι γραμμένοι με έναν τρόπο που εξυπηρετεί μόνο τη συμβολική τους διάσταση, γι’ αυτό και οι διάλογοι είναι στην καλύτεροι ανεπαρκώς γραμμένοι - στη χειρότερη στερούνται συνοχής και ενδιαφέροντος. Παρόλα αυτά αισθάνομαι ότι πρέπει να δώσω kudos στον Χρήστο Λούλη ο οποίος κατόρθωσε να υποδυθεί αυτόν τον χαρακτήρα-καρικατούρα, που φαίνεται να ήταν και από τα λίγα πράγματα που λειτούργησαν ηθελημένα έτσι.
Η «Gorgonà» είναι μια ταινία που επιχειρεί να εκθέσει την πολεμοχαρή φύση των ανδρών, οι οποίοι βρίσκονται και πίσω από την περιβαλλοντική καταστροφή, φέρνοντας στο τραπέζι πολλά θέματα ταυτόχρονα όπως τη συμπερίληψη, το έμφυλο κατηγορώ και τη θηλυκή απελευθέρωση μέσα από τον μύθο της Γοργόνας φερμένο στη σύγχρονη πραγματικότητα. Από όλα αυτά τίποτα δεν διερευνάται πραγματικά σε βάθος, όλα παραμένουν σε μια επιφανειακή ανάγνωση βουτηγμένη στα νέον φώτα και το στυλιζάρισμα, την ίδια στιγμή που η εδραιωμένη αισθητικοποίηση του male gaze συνεχίζει να αποτελεί τον σκηνοθετικό κανόνα, ακόμα και όταν πίσω από τη κάμερα δεν βρίσκεται άνδρας και αυτό αποτελεί στην ουσία το μεγαλύτερο πρόβλημα.





