Ένα από τα ωραία (και πολυδιάστατα) ευφυολογήματα του συγγραφέα Σολ Μπέλοου είναι ότι σε αυτό τον κόσμο καθένας από μας έχει πάρει τη θέση ενός άλλου. Η νέα ταινία του κορυφαίου Γερμανού δημιουργού των καιρών μας, του Κρίστιαν Πέτζολντ, ξεκινά με την κεντρική ηρωίδα, τη Λάουρα, να νιώθει αβέβαιη για τη θέση της στον κόσμο. Με έναν (περίπου) μαγικό τρόπο, ως είθισται στις τελευταίες ταινίες του Πέτζολντ, που γίνονται όλο και πιο αλαφροϊσκιωτες – να έχει παίξει ρόλο η Πόλα Μπίερ σε αυτό άραγε;-, η Λάουρα βρίσκει μια άλλη θέση στο σπίτι μιας οικογένειας και αυτό δίνει την αφορμή στον Πέτζολντ να καταφύγει για ακόμα μια φορά στο εύρημα της διπλοπροσωπίας και της ανακίνησης του παρελθόντος, με στόχο την βέλτιστη πλοήγηση στο παρόν.
Η δραματουργία είναι πάντα ελλειπτική στις ταινίες του Πέτζολντ, ο Γερμανός μάς δίνει μόνο όσα χρειάζεται να ξέρουμε. Εδώ, όμως, καταλήγει ελλειμματική – αν όχι σημειακή. Το μυστικό είναι εμφανές, μα το σενάριο αναβάλλει διαρκώς την αποκάλυψή του, σε μια προσπάθεια επίκλησης του σασπένς παλαιότερων δημιουργιών του, αν και ένας καλοπροαίρετος θεατής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η αναβαλή εξυπηρετεί περισσότερο την άρνηση των χαρακτήρων να το επικοινωνήσουν, καθώς αυτό θα σημάνει το τέλος αυτής της αμφίδρομα ευεργετικής συνθήκης. Το «Miroirs no. 3» του Ραβέλ δεν δανείζει μόνο τον τίτλο, αλλά ακούγεται και κατά τη διάρκεια του έργου, το «The Night» των Frankie Valli and the Four Seasons επιστρατεύεται για να στοιχειώσει το φιλμ, όπως το «In my Mind» των Walners τον «Κόκκινο Ουρανό», ενώ το όνομα της ηρωίδας – Λάουρα- αποτελεί ακόμα ένα σινεφιλικό κλείσιμο του ματιού από τον Πέτζολντ. Το μοναδικό στοίχειωμα, όμως, είναι εκείνο περασμένων κινηματογραφικών μεγαλείων που αιωρούνται πάνω από μια μετέωρη δημιουργία, η οποία, χωρίς ποτέ να γίνεται αντιπαθητική ή κακόβουλη, αποτελεί απλό αντικατοπτρισμό όσων προηγήθηκαν.
Μια ταινία που, ειρωνικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι καταλαμβάνει τη θέση μιας άλλης μέσα στη φιλμογραφία του Γερμανού σκηνοθέτη.





