66o ΦΚΘ: H «Πάττυ» του Γιώργου Γεωργόπουλου φέρνει την άνοιξη του εγχώριου σινεμά είδους

Σε πείσμα του τρέχοντος ρεύματος της εγχώριας κινηματογραφίας, που μοιάζει να κυνηγά πρωτίστως τη φεστιβαλική διάκριση και να προσαρμόζει τη γλώσσά και τη φόρμα της αναλόγως, ο Γιώργος Γεωργόπουλος επιλέγει τον μοναχικό (μα τόσο απαραίτητο για τη βιωσιμότητα του ελληνικού σινεμά) δρόμο της ταινίας είδους και παραδίδει μια πραγματικά καλή αθλητική ταινία με τον εύγλωττο τίτλο «Πολύ Κοριτσίστικο όνομα το Πάττυ». 

Από τον Γιάννη Βασιλείου
66o ΦΚΘ: H «Πάττυ» του Γιώργου Γεωργόπουλου φέρνει την άνοιξη του εγχώριου σινεμά είδους

H Πάττυ που «έχει πολύ κοριτσίστικο όνομα» και αποχωρίζεται την τσίχλα της σαν παιδί, κάτω από έπιπλα, είναι ένα ταλέντο του τζούντο από την Ικαρία. Όταν ο Γιούρι, άλλοτε προπονητής πρώτης γραμμής, πλέον στην αφάνεια για αδιευκρίνιστους λόγους, την εντοπίζει και την καλεί στην πειραιώτικη ομάδα του, εκείνη θα φύγει για πρώτη φορά από τον μικρόκοσμό της θα βελτιώσει την τέχνη της, θα ερωτευτεί, θα πληγωθεί, θα μάθει ότι η εμπιστοσύνη κερδίζεται –αμφίδρομα, προφανώς- και ότι μεγαλύτερη αρετή από τον πρωταθλητισμό είναι η καλοσύνη, θα διεκδικήσει μια θέση στο προ-ολυμπιακό τουρνουά και, κυρίως, την ενηλικίωσή της, την οποία θα πετύχει με τους δικούς της όρους - έκτακτο το punchline της ταινίας. 

Τα παραπάνω περιγράφουν μεν το ταξίδι της κεντρικής ηρωίδας, όχι όμως και τον τρόπο της δημιουργίας του Γιώργου Γεωργόπουλου, που καταφέρνει να μεταγράψει τη γνώριμη συνταγή του αθλητικού underdog story στο εγχώριο σινεμά, δίχως το αποτέλεσμα να μοιάζει ποτέ ξενόφερτο ή δανεικό, ακόμα κι αν το μοντάζ προπόνησης έχει προφανή αναφορά – βρέθηκε ανάλογο του «Eye of the Tiger» εγχώριο άσμα που, αναπόφευκτα, θα προκαλέσει συνθήκες κερκίδας στην αίθουσα- όπως και η λογική πίσω από την έκβαση του φινάλε, την οποία θα ήταν άκομψο να αποκαλύψουμε σε αυτό το στάδιο, που η ταινία δεν έχει λάβει ευρεία διανομή – εκτός απρόοπτου, αυτό θα συμβεί τον Φεβρουάριο.

Οι αγωνιστικές σκηνές έχουν νεύρο, είναι γυρισμένες με μονοπλάνα αλά Ράιαν Κούγκλερ στο «Creed», τα πρόσωπα είναι διαλεγμένα ένα προς ένα για τον κινηματογραφικό τους μαγνητισμό, η κατακτημένη δωρικότητα του Βαγγέλη Μουρίκη εδώ εμπλουτίζεται με το υπόκωφο συναισθηματικό υπόστρωμα ενός μεγάλου «γαμώτο», όχι για όσα συνέβησαν, όσο για την διάφορη στάση της φωνασκούσας πλειοψηφίας προς ένα άθλημα για το οποίο ο ήρωας ζει κι ανασαίνει. Η απόπειρα να ενταχθούν δύο βασικές μάστιγες του εγχώριου αθλητισμού στην ίντριγκα γεννά μια ανησυχία εκτροπής του θεάματος, η οποία καταλαγιάζει, καθώς η ενσωμάτωση προκύπτει ομαλή, δίκαιη, ποτέ κακόβουλη, έστω κι αν στο τέλος φαίνεται ότι τον δημιουργό τον έμελλε περισσότερο να δώσει στον ανταγωνιστή της υπόθεσης έναν παραπάνω λόγο για να γίνει αντιπαθής σε εμάς και να στηρίξουμε το underdog μας - αν και είναι σίγουρα μια ενδιαφέρουσα επιλογή ο λόγος αυτός να είναι η οικειοποίηση μιας κατάστασης που δεν τον αφορά. Θέλουμε να γράψουμε περισσότερα, αλλά και πάλι οφείλουμε να είμαστε φειδωλοί, καθώς η ταινία ακόμα δεν είναι διαθέσιμη σε ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο αν την προτιμήσει, δύσκολα θα φύγει από την αίθουσα δυσαρεστημένο.

Σε μια κινηματογραφία που μοιάζει να κυνηγά φεστιβαλικές διακρίσεις και να αφουγκράζεται τα τρέχοντα φεστιβαλικά ρεύματα – ή το εκάστοτε φεστιβαλικό brand της «ελληνικής ταινίας»- οφείλουμε τα εύσημα σε δημιουργούς που «τολμηρά» επιλέγουν να καταπιαστούν με το αγνό σινεμά είδους και να κάνουν αφηγηματικό σινεμά, σε πείσμα ομοτέχνων τους που λογαριάζουν τη σχετική απόφαση για καλλιτεχνική προδοσία. Και τα οφείλουμε δυο φορές παραπάνω όταν έχουν γυρίσει μια πραγματικά καλή ταινία είδους και υπηρέτησαν με συνέπεια και ιδιαίτερη κατασκευαστική μέριμνα το αφηγηματικό σινεμά.    

66o ΦΚΘ: Το «Hamnet» της Κλόι Ζάο θρηνεί το βιωμένο δράμα που γέννησε μεγάλη τέχνη