«Regan», όπως λέμε «βασιλικής καταγωγής». Με μια όμως μικρή αλλαγή στη σειρά των γραμμάτων διαβάζουμε επίσης «Anger» δηλαδή «θυμός». Τι σχέση όμως μπορεί να έχει η μεγαλοπρεπής προέλευση με έναν θυμωμένο αναγραμματισμό; Πολύ μεγάλη αν κρίνουμε από το τελικό αποτέλεσμα (και πριν από αυτό δηλαδή) της ταινίας του Κατσιμπέρη.
Η ανώνυμη πρωταγωνίστρια έχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Είναι ζωγράφος αλλά δεν έχει έμπνευση. Ή μάλλον δεν είναι ακριβώς αυτό. Υπάρχει μια αδιόρατη καλλιτεχνική σκέψη στο μυαλό της, που όμως δυσκολεύεται να βρει δίοδο προς τα έξω, να εκφραστεί, να αναπνεύσει. Μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή που η ηρωίδα γίνεται άξαφνα μητέρα, γεννώντας ένα τρομακτικά παραμορφωμένο μωρό που απαιτεί από εκείνη διαρκή, αδιάλειπτη και σχολαστική φροντίδα. Τώρα πέρα από την επιτακτική ανάγκη για την προσωπική της έκφραση, καλείται να μεριμνήσει και για ένα μωρό που κλαίει διαρκώς και που ενοχλεί συνέχεια, σαν βαθιά αμυχή στον ουρανίσκο όπου η γλώσσα επιμένει να επιστρέφει ξανά και ξανά γιατί παρά τον πόνο, απλώς δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Και έτσι είναι και με την προσωπική δημιουργία. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Παρά τις αντιξοότητες, τις δυσκολίες και τα απανωτά εμπόδια, πρέπει να βρεις τον τρόπο να επικοινωνήσεις αυτό που θες, να εκφραστείς, να μπορέσεις επιτέλους να «γεννήσεις» το έργο τέχνης σου προκειμένου να πας παρακάτω. Το λέει άλλωστε και το tagline της ταινίας, «Η Τέχνη είμαι Εγώ». Εκεί βρίσκεται και η ιδεολογική πρόσληψη της συσχέτισης της βασιλικής – ας την πούμε μεγαλοπρεπή – καταγωγής με αυτό που θέλει να (υπερ)τονίσει ο σκηνοθέτης εδώ. Υπάρχει άραγε κάτι πιο μεγαλοπρεπές από την Τέχνη;
Το εγχείρημα του Κατσιμπέρη δεν είναι εύκολο. Ο θεατής «βουτάει» από τα πρώτα κιόλας λεπτά στα βαθιά, καλούμενος να δει και να ερμηνεύσει μια ιστορία ατομικής έκφρασης, που όμως απαιτεί από όσους την παρακολουθήσουν, όχι να έχουν βιώσει μια δημιουργική κρίση για να την κατανοήσουν, αλλά να έχουν διερωτηθεί τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους «τι κάνω εγώ εδώ;».
Το ρίσκο είναι δεδομένο. Ο κόσμος της ηρωίδας είναι χωρισμένος σε δυο σύμπαντα, ένα πραγματικό και ένα φαντασιακό, εκεί όπου η γεννημένη έμπνευση απαιτεί νοιάξιμο και τροφή για να μεγαλώσει. Οι επιρροές από το σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς – οι ταυτόχρονοι κόσμοι, το παραμορφωμένο μωρό, η αναζήτηση της ταυτότητας – εργαλεία δηλαδή που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση μιας όχι και τόσο δύστροπης, στην ανάγνωσή της, υπόθεσης.
Η ταινία αναμένεται να συζητηθεί για συγκεκριμένες σκηνοθετικές επιλογές του σκηνοθέτη, όπως για μια πολύ συγκεκριμένη σκηνή που αντηχεί κάτι από μια... αντίστροφη «Mother!» του Αρονόφσκι, όμως το βασικό είναι πως η ιστορία παραμένει πιστή στον κόσμο της, ακόμα κι αν απαιτείται χρόνος για να συμβεί αυτό. Στο συνολικό αποτέλεσμα συμβάλλουν τα μέγιστα τόσο τα πρακτικά εφέ του ταλαντούχου Προκόπη Βλασερού, όσο και μια ταιριαστά αλλόκοτη σεκάνς animation, καθώς φυσικά και η παρουσία της εξαιρετικής Ειρήνης Λαφαζάνη στον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταιριαστά μανιακή ερμηνεία, που φέρνει αμυδρά στον νου και τη Regan του «Εξορκιστή» (Regan-ικό χατ τρικ).
Το «Regan» είναι στον πυρήνα της μια δραματική κωμωδία για την βαθιά ριζωμένη επιθυμία έκφρασης και δημιουργίας, τη διαχείριση της αποδοχής και της απόρριψης και τη σκληρότητα με την οποία ενίοτε αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας. Ένα άξιο πρώτο καλλιτεχνικό «παιδί» για τον Πάνο Κατσιμπέρη.





