Tο φαβορί για το φετινό Βραβείο LUX, αλλά και μία από τις επίσημες προτάσεις για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, με σοβαρή πιθανότητα να βρεθεί στην τελική πεντάδα, προβλήθηκαν το Σάββατο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μονοπωλώντας το ενδιαφέρον των σινεφίλ. Και όχι άδικα, καθώς μιλάμε ήδη για δύο από τα πιο σημαντικά φιλμ του φεστιβάλ, που θα συζητηθούν όταν κάνουν την εμφάνισή τους και στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η πρώτη έχει ήδη κάνει αίσθηση στη φετινή Μπερλινάλε, όπου απέσπασε τα βραβεία FIPRESCI και Alfred Bauer: πρόκειται φυσικά για το «Σαν σε Όνειρο» («Tabu») του Πορτογάλου Μιγκέλ Γκομέζ («Our Beloved Month of August»), μία μαγευτική ταινία που μοιάζει να στοιχειώνεται από μνήμες του παρελθόντος – τόσο σεναριακά όσο και στυλιστικά.
«Tabu» του Μιγκέλ Γκομέζ
Χωρισμένο σε δύο μέρη, το φιλμ ξεκινά σχετικά συμβατικά, με τη δύστροπη, ηλικιωμένη κυρία Αουρόρα να ταλαιπωρεί τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που νοιάζονται πραγματικά γι’ αυτήν: την πιστή της υπηρέτρια Σάντα και τη μεσήλικη γειτόνισσά της Πιλάρ. Καθώς όμως η εύθραυστη υγεία της επιδεινώνεται διαρκώς, ό,τι έμοιαζε αρχικά με ένα συγκρατημένο οικιακό δράμα (απ’ όπου δεν απουσιάζει το λεπτό χιούμορ) με φόντο μια μουντή σύγχρονη Λισσαβόνα, δίνει τη θέση του σε ένα ονειρικό ταξίδι στη Μοζαμβίκη των 60s.
Καθώς η καλόκαρδη Πιλάρ αναζητά και συναντά έναν μυστηριώδη άνδρα από το παρελθόν της οξύθυμης γειτόνισσάς της, μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγεται το σχεδόν βουβό και γυρισμένο σε φιλμ 16mm δεύτερο μέρος, μία επική ιστορία αγάπης και μαγικού ρεαλισμού με φόντο τις ημέρες της πορτογαλικής αποικιοκρατίας στη Μαύρη Ήπειρο.
Χωρίς διαλόγους, αλλά με μια απολαυστική, μυθιστορηματικής υφής αφήγηση, υπέροχο μελαγχολικό σάουντρακ και πανέμορφη, ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο Γκομέζ αφηγείται την αμαρτωλή νεότητα της κυρίας Αουρόρα και του παράνομου εραστή της, αποτίνοντας ταυτόχρονα έναν φόρο τιμής στις σιωπηλές απαρχές της κινηματογραφικής τέχνης – η συνωνυμία με το κλασικό «Tabu» του Μουρνάου δεν είναι καθόλου τυχαία. Βουτηγμένη σε ένα επιδέξια συγκρατημένο μελοδραματικό ρομάντζο, η ταινία του αναδεικνύεται σε μια αντίστοιχα πλούσια σε σινεφιλικές αναφορές εμπειρία με το «Holy Motors», του Λεός Καράξ.
Εμπειρία που αποζημίωσε πλήρως τους θεατές, οι οποίοι είχαν προηγουμένως αναγκαστεί να υπομείνουν μία μακροσκελή εισαγωγή από τους εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (η ταινία είναι υποψήφια για το Βραβείο LUX), στριφογυρίζοντας ανυπόμονα στα ούτως ή άλλως βασανιστικά άβολα καθίσματα της αίθουσας Παύλος Ζάννας.
«Lore» της Κέιτ Σόρτλαντ
Αν και ποτέ κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει η πιο απρόβλεπτη κατηγορία των βραβείων της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου, που έχει ενίοτε την τάση να εξοστρακίζει μερικές από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, «Τα Παιδιά του Πολέμου» («Lore») της Αυστραλέζας Κέιτ Σόρτλαντ («Somersault») έχουν βάλει δυναμικά πλώρη για την κούρσα του ξενόγλωσσου Όσκαρ. Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα πως χάρη στους νέους, πιο ευέλικτους κανόνες, το φιλμ εκπροσωπεί την πατρίδα της σκηνοθέτιδας, παρά το γεγονός ότι μιλά εξολοκλήρου γερμανικά.
Αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, η δεύτερη ταινία της ταλαντούχας Αυστραλέζας έχει σοβαρές πιθανότητες να εισβάλλει στην τελική πεντάδα, καθώς είναι γνωστό ότι η Ακαδημία λατρεύει τη θεματολογία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την οποία όμως η Σόρτλαντ έχει εμπλουτίσει με ένα ενδιαφέρον τουίστ.
Την Άνοιξη του 1945, μετά τη σύλληψη του πατέρα (αξιωματικού των Ες Ες) και της μητέρας της από τους Συμμάχους, η έφηβη Λόρε και τα τέσσερα αδέλφια της διασχίζουν τη ρημαγμένη Γερμανία και έρχονται αντιμέτωποι με την εχθρότητα των κατοίκων της επαρχίας και φυσικά των ξένων.
Μακριά από την πολυφορεμένη θεματική του Ολοκαυτώματος, η Σόρτλαντ επιλέγει να αναδείξει τον αντίστροφο, ενίοτε εξίσου απάνθρωπο, ρατσισμό απέναντι σε αθώα παιδιά που κουβαλούν ανυπεράσπιστα τις αμαρτίες των γονέων τους, μετατρέποντας το οδοιπορικό της Λόρε σε ένα ανορθόδοξο χρονικό ενηλικίωσης, που έχει ενίοτε την υφή ενός γοτθικού παραμυθιού.
Καθώς η άγουρη ηρωίδα παλεύει να συνειδητοποιήσει τις θηριωδίες στις οποίες συμμετείχαν οι γονείς της, οι πεποιθήσεις στις οποίες την έχουν γαλουχήσει την οδηγούν σε μια συχνά σχιζοφρενική συμπεριφορά ανάμεσα στο μίσος και την επιθυμία, την ανατροφή της και την ανάγκη για επιβίωση. Η ψυχολογική της αστάθεια δοκιμάζεται ακόμα περισσότερο από τη συνάντησή της με έναν μυστηριώδη, νεαρό Εβραίο πρόσφυγα, και ο σχεδόν νοσηρός ερωτισμός που τη συνοδεύει γίνεται αφορμή για μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της ταινίας.
Αν και η ηλεκτρισμένη δυναμική της σχέσης τους δεν αναπτύσσεται τελικά αρκετά από το σενάριο, η ένταση της σκηνοθεσίας και η αιθέρια φωτογραφία, που μετατρέπει δεξιοτεχνικά τη φύση σε αναπόσπαστο μέρος των παθών των χαρακτήρων, συνθέτουν μια ακαταμάχητη ατμόσφαιρα, που στις καλύτερες στιγμές του φιλμ παίρνει διαστάσεις υπαρξιακού θρίλερ
Κι όπως στην περίπτωση του «Somersault», που ανέδειξε το ταλέντο της Άμπι Κόρνις, η Σόρτλαντ επιδεικνύει μία σπάνια ικανότητα να εκμαιεύει εξαιρετικές ερμηνείες από τις νεαρές πρωταγωνίστριές της – εν προκειμένω την πρωτοεμφανιζόμενη Σάσκια Ρόζενταλ που εκφράζει ανατριχιαστικά τα διλήμματα της Λόρε.
Ευτυχώς για τους κινηματογραφόφιλους που δεν βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη, και οι δύο παραπάνω ταινίες θα προβληθούν μέσα στην επόμενη σεζόν στις ελληνικές αίθουσες, καθώς έχουν πάρει διανομή από τη Seven Films.