Πολύ συγκρατημένα χειροκροτήματα εισέπραξε στην δημοσιογραφική του προβολή το συμπαθές ως ιδέα αλλά χλιαρό ως εκτέλεση «Air Doll» του Κόρε Εντα Χιροκάζου (δικό του το θαυμάσιο «Κανείς Δεν Ξέρει»), στο οποίο μια πλαστική κούκλα ζωντανεύει, αποκτά ψυχή και διεκδικεί τη θέση της στον κόσμο των ανθρώπων.
Οι μουδιασμένες αντιδράσεις που συνόδεψαν την ταινία του ιάπωνα σκηνοθέτη δεν συγκρίνονται, ασφαλώς, με τις αντίστοιχες που ακολούθησαν το πολυαναμενόμενο «Thirst», καινούργιο φιλμ από τον Κορεάτη σκηνοθέτη του «OldBoy», μετά το πέρας της προβολής του.
Ένα σαστισμένο μείγμα ταινίας με βρικόλακες, μαύρης κωμωδίας, θρίλερ και γκροτέσκας φάρσας που δεν ξέρει τι θέλει και δεν έχει ιδέα πώς να αξιοποιήσει τις δύο ώρες και δεκατέσσερα λεπτά που διαρκεί, το «Thirst» ξεχειλώνει το πολλά υποσχόμενο αρχικά εύρημα ενός ιερέα με ακόρεστες βαμπιρικές ορέξεις σε έναν κινηματογραφικό τραγέλαφο που αιμορραγεί ασταμάτητα μέσα από ιστορίες που δεν οδηγούν πουθενά, σκηνές που διαρκούν για πάντα, επαναλαμβανόμενες ιδέες που εξαντλούν πολύ γρήγορα την υπομονή σου, αχρείαστη βία που χρησιμεύει πολλές φορές ως τονωτικό στην γενικότερη αφηγηματική αρρυθμία και μια παντελή έλλειψη συνέπειας και συνοχής στον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του.
Δεύτερη ηχηρή καλλιτεχνική διάψευση για τον Παρκ Τσαν Γουκ μετά το προπέρσινο «I Am A Cyborg But That’s OK», το «Thirst» ενδέχεται να ξεγελάσει κάμποσους θαυμαστές του σκηνοθέτη, θέτει όμως πλέον σε σοβαρή αμφισβήτηση την υπόσχεση που είχε δώσει με τις πρώτες του ταινίες.
Το «Tetro» του Κόπολα
Κι αν ο Παρκ Τσαν Γουκ φανερώνει τα πρώτα σοβαρά σημάδια δημιουργικής κόπωσης ήδη από τα πρώτα δέκα χρόνια καριέρας του, ίσως θα ήταν λογικό να δικαιολογήσουμε τον Φράνσις Φορντ Κόπολα ο οποίος, στα 70 του, αποφάσισε να δραστηριοποιήσει και πάλι την ιδιότητά του ως σκηνοθέτης- του ανεξάρτητου, μάλιστα, σινεμά- παραδίδοντας όμως μια ταινία διόλου αντάξια της εμπειρίας και του ονόματός του. Χρησιμοποιώντας ως φόντο το σημερινό Μπουένος Αϊρες, το «Tetro» παρακολουθεί τις προσπάθειες δυο αδελφιών να γεφυρώσουν το χάσμα που τους χωρίζει, να συμφιλιωθούν με το ταραχώδες παρελθόν της οικογένειάς τους και να αντιμετωπίσουν ένα μυστικό που κρύβεται στην καρδιά της σχέσης τους.
Η ασπρόμαυρη σινεμασκόπ φωτογραφία είναι πανέμορφη, η σκηνοθετική πειθαρχία του Κόπολα είναι εμφανής στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, ο 18χρονος Ολντεν Ερενράιχ που πρωταγωνιστεί είναι σκέτη αποκάλυψη, ο Βίνσεντ Γκάλο αποδεικνύεται ευπρόσδεκτα συγκρατημένος στον ρόλο του μεγαλύτερου αδερφού και η πλοκή ανοίγει την όρεξη για καθαρόαιμο και στιβαρό δράμα.
Η ταινία σκοντάφτει άσχημα, εντούτοις, επάνω σε ένα σενάριο που, μπορεί να φέρει την υπογραφή του ίδιου του Κόπολα, μοιάζει ωστόσο σαν να γράφτηκε από κάποιον πρωτοετή φοιτητή κινηματογραφικής σχολής και δεν περνά ώρα μέχρι να οδηγήσει την ταινία από μια πρόωρη εξάντληση που δεν αργείς να καταλάβεις στην πλοκή της σε ένα τελευταίο, ανεκδιήγητο σαραντάλεπτο που δεν μπορείς να πιστέψεις ότι ανήκει στον δημιουργό του «Νονού» και της «Αποκάλυψης Τώρα».
Το τυχερό της αστέρι
Κάπως έτσι τελείωσε η χθεσινή μέρα. Και ξεκίνησε σήμερα Παρασκευή με ένα υπέροχο δώρο που θαρρείς ότι η δημιουργός του το φύλαγε από καιρό για να σου το δώσει από καρδιάς.
Χρονικό του τελευταίου έρωτα που έζησε ο βρετανός ποιητής Τζον Κιτς πριν εγκαταλείψει πρόωρα τη ζωή, κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, το «Bright Star» αντιλαμβάνεται την προφανή συγκινησιακή δύναμη και τις ύπουλες μελό παγίδες που κρύβει η τραγική ερωτική ιστορία την οποία βάλθηκε να διηγηθεί.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο διαλέγει να ακολουθήσει εξαρχής τον δρόμο της εγκράτειας και της ψύχραιμης συναισθηματικής ανταπόκρισης, αφήνοντας τα πάντα να τρυπώσουν πίσω από την διακριτική σκηνοθεσία που μοιάζει να μελαγχολεί με κάθε νέο λεπτό που περνάει και από τις ιδιαιτέρως ευαίσθητες ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών (ο Μπεν Γουίσοου του «Αρώματος» και η Αμπι Κόρνις του «Candy»).
Λέγοντας αυτά, οφείλω να ομολογήσω ότι τα δικά μου δάκρυα δεν κατάφερα να τα κρατήσω μέχρι τέλους. Τα άφησα να ξεσπάσουν ήρεμα και αβίαστα όπως η ίδια η ταινία που τα προκάλεσε. Η οποία εύχομαι να μην εγκαταλείψει το τέλος του φεστιβάλ χωρίς να κουβαλά κάποιο από τα μεγάλα του βραβεία στα χέρια της.
Λουκάς Κατσίκας