33 χρόνια μετά, η Θέλμα και η Λουίζ μπορούν να εγείρουν παρόμοιες με τότε συζητήσεις. Άλλοι θα είναι ακραιφνείς θαυμαστές, άλλοι θα της τη πέσουν εξ αριστερών για τις φεμινιστικές ελλείψεις της, άλλοι δεν θα βρουν και πολλά παραπάνω από μια τυπική ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ με λίγη φανφάρα παραπάνω. Ωστόσο, κάπως αντικειμενικά μιλώντας, η ταινία όρισε από μεριάς της μια εποχή, κατάφερε συμπαθείς εισπράξεις, με τον καιρό πρέπει να την είδαν σχεδόν όλοι, ενώ πήρε και ένα Όσκαρ Σεναρίου (σε μια χρονιά που αν δεν είσαι και λάτρης μπορεί και να την είχες πέμπτη στη σειρά πίσω από Fisher King - προφανώς - Bugsy, Boyz in the Hood και Grand Canyon) για την Κάλι Κούρι που έκτοτε έγραψε την ίσως πιο άγνωστη και πιο νερόβραστη ταινία με την Τζούλια Ρόμπερτς («Η Γοητεία της Απιστίας») και τις «Εξομολογήσεις Γυναικών» για τον κινηματογράφο, δηλαδή τίποτα.
Στο Φεστιβάλ του Μπέντονβιλ λοιπόν, βρέθηκε η Τζίνα Ντέιβις και αναφέρθηκε στην ταινία, στον ΡίντλεΪ Σκοτ, στην Σαράντον και την φιλία τους, την ανθεκτικότητα της ταινίας στον χρόνο, την παντελή της εναντίωση στην πιθανότητα ριμέικ.
«Ο Ρίντλεϊ είναι κάμποσο φεμινιστής, σχεδόν μόνο γυναίκες διοικούν την εταιρεία παραγωγής του. Αγαπά και λατρεύει τις γυναίκες. [...] Έκανε μια καταπλητική δουλειά στο έργο», δηλώνει η Ντέιβις. «Του έδωσε κλίμακα».
Για την πιθανότητα ριμέικ κόντεψε να πάθει έμφραγμα η γυναίκα - δικαιολογημένα ίσως. «Μην το κάνετε!», λέει. «Ποτέ δεν πρέπει να συμβεί αυτό. Θέλω να πω έχουν περάσει 30+ χρόνια και κρατάει καλύτερα από πολλά άλλα. Και δεν το λέω γιατί έπαιζα εγώ. Δεν υπάρχει ανάγκη. Ποιος θα ήταν ο λόγος; Αυτή είναι η γνώμη μου. Αν είναι μια ταινία που δεν πέτυχε το καταλαβαίνω το ριμέικ, ώστε να το κάνουν να λειτουργήσει, δεν είμαι εν γένει εναντίον», κλείνει η Τζίνα Ντέιβις.