Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να κλείσει το φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να δείξει ο καλλιτεχνικός του διευθυντής Γιώργος Λούκος ότι έχει ανοίξει ένα νέο δρόμο αναζήτησης και πρωτοπορίας. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να σιγήσουν πλέον τα (ίσως δίκαια ορισμένες φορές) παράπονα για την αλλαγή ρότας του φεστιβάλ.
Το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου μπορεί και πρέπει, όχι μόνο να προσφέρει θεάματα υψηλής ποιότητας, αλλά και να παίζει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια θεατρική σκηνή.
Το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες ήταν μια παράσταση εξαιρετικής ακρίβειας, μια υπέροχη ακροβασία ανάμεσα στην ποίηση και τον ρεαλισμό, μια τρίωρη αγγλο-αμερικανική φαντασία ερμηνευτικής τεχνικής.
Το κοίλον του αρχαίου θεάτρου γέμισε και τις δύο μέρες (9.500 θεατές την Παρασκευή, 10.000 το Σάββατο) από θεατές που πήγαν εκεί, κυρίως, για να δουν τον Ίθαν Χοκ, αλλά τελικά απόλαυσαν τον εκπληκτικό Σάιμον Ράσελ Μπιλ στον κεντρικό ρόλο του Λεόντιου του Βασιλιά της Σικελίας.
Έργο σχετικά άγνωστο και όχι πολύ δημοφιλές, το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» μπορεί να μην έχει την τραγική δύναμη του «Άμλετ» και του «Μάκβεθ» ή την κωμική υπεροχή του «Ονείρου Καλοκαιρινής Νύχτας», είναι όμως ένα ιδιότυπο ρομάνζο που αρχίζει ως κωμωδία, μετατρέπεται ξαφνικά σε δράμα για να ξαναγυρίσει και πάλι στην κωμωδία μέσα από μια παραμυθένια σκανταλιά.
Κι όπως τα είδη μπλέκουν στο έργο, έτσι συνδυάστηκαν και τα δυο διαφορετικά θεατρικά σχήματα (το αμερικάνικο Brooklyn Academy of Music και το βρετανικό Old Vic) τα οποία συνέπραξαν στην παραγωγή, προσφέροντας το καθένα την δική του οπτική και τους δικούς του ερμηνευτικούς κώδικες.
Κι εκεί που ίσως θα φοβόταν κανείς ότι η αυστηρή βρετανική θεατρικότητα δεν θα κολλούσε στην επιθετική αμεσότητα των Αμερικανών ηθοποιών, η αντίθεση αυτή ενσωματώθηκε με τρόπο αριστουργηματικό. Ο Σαμ Μέντες δηλαδή κατάφερε να στήσει γέφυρα ανάμεσα στις δύο σχολές (το όλο εγχείρημα εξάλλου ονομάζεται Bridge Project) και εκμεταλλευόμενος τις ιδιοτυπίες του σαιξπηρικού έργου, ανέδειξε όλα τα θετικά στοιχεία και των δυο πλευρών.
Από τη μια ο Σάιμον Ράσελ Μπιλ έπαιξε σαν ένα γνήσιο θηρίο της βρετανικής σκηνής (και πόσο υπέροχα ταίριαξε η φωνή του στην Επίδαυρο!) υπερασπιζόμενος το κωμικοτραγικό βάρος του χαρακτήρα του κι από την άλλη ο Ίθαν Χοκ έφτιαξε τον Αυτόλυκο σαν ένα ανάλαφρο Μπομπ Ντύλαν των μεσοδυτικών πολιτειών, ανάμεσα στην αναρχική τρέλα και την αυτοσχέδια κινηματογραφικότητα.
Κι όσο για την Ρεμπέκα Χολ στην δεύτερη σκηνή ήταν τόσο αλλαγμένη (από το βάρος των άδικων κατηγοριών του χαρακτήρα της) που αρκετοί θεατές πίστεψαν προς στιγμήν ότι πρόκειται για άλλη ηθοποιό.
Καταπληκτική ήταν και η Σίνεντ Κιούζακ, σύζυγος του Τζέρεμι Άιρονς, ο οποίος παρακολούθησε και τις δύο μέρες την παράσταση- το Σάββατο μάλιστα από το άνω διάζωμα. Την ίδια μέρα ήρθε και ο Κέβιν Σπέισι (που είναι και διευθυντής του Old Vic) και στις 4 το πρωί χόρεψε στο «Καπάκι» μαζί με την παρέα του.
Με «Αβινιόν» λοιπόν έμοιαζε η Επίδαυρος το Σαββατοκύριακο καθώς οι διάσημοι συντελεστές και θεατές της παράστασης κυκλοφορούσαν με απόλυτη φυσικότητα στα γνωστά στέκια της περιοχής: Μετά τη γενική δοκιμή της Πέμπτης έφαγαν στον παραδοσιακό «Λεωνίδα» στο Λυγουριό και την Παρασκευή το βράδυ στο «Ακρογιάλι» της Παλιάς Επιδαύρου- όπου μάλιστα πλήρωσαν ρεφενέ γεμίζοντας ένα μεγάλο ποτήρι με χρήματα κι αδειάζοντάς το στο ταμείο του έκπληκτου Νίκου. Λίγο πιο πέρα, στη «Μουριά», ο Ίθαν Χοκ έπινε τον καφέ του χωρίς να κρύβει τον έρωτά του για την σύζυγό του Ράιαν- ναι είναι η πρώην νταντά των παιδιών του, αυτή για την οποία άφησε την Ούμα Θέρμαν.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ