Ταινία της Εβδομάδας: Ο «Οίκος Gucci» θα ήταν η ένοχη κινηματογραφική απόλαυση της χρονιάς αν δεν είχε σκηνοθέτη τον Ρίντλεϊ Σκοτ

Μια σαρωτική Lady Gaga σε οσκαρικά υποσχόμενο ρόλο και ένα αξιοσέβαστο επιτελείο ηθοποιών στην υπηρεσία μιας πανίσχυρης δραματουργικά (αληθινής) ιστορίας τυχαίνουν άδοξης μεταχείρισης στα χέρια του λάθος σκηνοθέτη και ενός σεναρίου που δίνει τακτικά την εντύπωση ότι έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες φτηνού φωτορομάντζου.

Από τον Λουκά Κατσίκα
Ταινία της Εβδομάδας: Ο «Οίκος Gucci» θα ήταν η ένοχη κινηματογραφική απόλαυση της χρονιάς αν δεν είχε σκηνοθέτη τον Ρίντλεϊ Σκοτ

Μπορεί κανείς να δηλώσει με ασφάλεια ότι ο πάλαι ποτέ πρωτοποριακός σκηνοθέτης του «Άλιεν» και του «Μπλέιντ Ράνερ» επαναπαύεται εδώ και χρόνια, ανενδοίαστα και αρκετά αδιάφορα, στην καρέκλα ενός εξαιρετικά αποτελεσματικού υπαλλήλου. Οποιοδήποτε κινηματογραφικό σχέδιο και αν αναλάβει, ανεξαιρέτως είδους, περιεχομένου και απαιτήσεων, ο Ρίντλεϊ Σκοτ θα το φέρει εις πέρας με τον ίδιο συνδυασμό αναμφίβολης τεχνικής, δεδομένου επαγγελματισμού και μαζί παροιμιώδους ουδετερότητας που τον διακρίνει πλέον. 

Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος, επίσης, ότι ο ίδιος σκηνοθέτης που άλλοτε υπηρετούσε με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη δυνατότητα του σινεμά να αναπαριστά μεγαλοπρεπείς κόσμους του μυαλού και σαγηνευτικές αρχιτεκτονικές του μέλλοντος, έχει περάσει τις πρόσφατες δεκαετίες του πίσω από την κάμερα προσπαθώντας να μην αφήσει το παραμικρό καλλιτεχνικό στίγμα και το παραμικρό αναγνωρίσιμο στοιχείο μπροστά από αυτήν. 

O 84χρονος Σκοτ υπογράφει την προσεκτικά οργανωμένη και εκτελεσμένη στην εντέλεια επιχείρηση διεκπεραιώσης που αντιλαμβάνεται πλέον ως σινεμά

Συνεπής στη μέθοδο αυτοματισμού που εδώ και καιρό εξασκεί, ο Σκοτ αναλαμβάνει τώρα να επεξεργαστεί κινηματογραφικά τα συμβάντα που οδήγησαν σε βίαιη πτώση έναν από τους μακροβιότερους και πιο σεβαστούς οίκους μόδας στον κόσμο, διαβρωμένου όπως κατέληξε από το αδηφάγο ανθρώπινο σαράκι που ονομαζόταν Πατρίτσια Ρετζιάνι: μια καιροσκόπο λαϊκής καταγωγής και βαμπιρικής φιλοδοξίας που από καπάτσα οπορτουνίστρια μεταμορφώθηκε σε γυναίκα-αράχνη και φαρμακερή έχιδνα, οδηγώντας στον αφανισμό όχι μόνο την αυτοκρατορική επιχείρηση και τη δυσλειτουργική οικογένεια που κρυβόταν πίσω της, αλλά και τον άντρα που τόσο αδιαπραγμάτευτα (και τυφλά) την εμπιστεύτηκε. 

Γραμμένος με προφανές πρότυπο τις χλιδάτες μίνι σειρές που ολοένα και συχνότερα μεταφράζουν επώνυμες υποθέσεις εγκλημάτων σε υψηλής θεαματικότητας σαπουνόπερες, ο «Οίκος Gucci» καλύπτει χρονικά τρεις δεκαετίες με την ίδια βιασύνη που προδίδουν οι μοντέρνες τηλεοπτικές αφηγήσεις όποτε αγχώνονται να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού τους. Ούτως ή άλλως, όμως, ελάχιστα πράγματα στο φιλμ λειτουργούν πραγματικά. Η ιστορία αλλάζει άγαρμπα κατευθύνσεις, δίχως να αποφασίζει αν επιθυμεί να προσεγγίσει την ιλαροτραγωδία του Οίκου Gucci με διάθεση σοβαρή ή σατιρική. Γεγονότα συμπιέζονται για να εξυπηρετήσουν μια όσο το δυνατόν ταχύτερα ελισσόμενη πλοκή, με αποτέλεσμα να θυσιάζεται η συνεπής σεναριακή εξέλιξη των ηρώων. Αλλοπρόσαλλες ιταλικές προφορές ηχούν από αριστερά και δεξιά. Οι περισσότεροι χαρακτήρες φλερτάρουν με το γκροτέσκο και το φαρσικό ενώ, παρά το γεγονός ότι έχει κληθεί να τους υποδυθεί μια ζηλευτή ομάδα ηθοποιών, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί η παραμικρή σύνδεση και χημεία μεταξύ τους.  

Η ιστορία αλλάζει άγαρμπα κατευθύνσεις, δίχως να αποφασίζει αν επιθυμεί διάθεση σοβαρή ή σατιρική

Από τον μετρημένο Άνταμ Ντράιβερ και τους επιρρεπείς σε στόμφο και μανιερισμούς Αλ Πατσίνο και Τζέρεμι Άιρονς μέχρι τον (αγνώριστο) Τζάρεντ Λίτο, παντελώς εκτεθειμένο σε μια μπουφόνικη, εκτός τόπου και ασταμάτητα κακή ερμηνεία, καθένας από τους ηθοποιούς δίνει την εντύπωση ότι εκπροσωπεί διαφορετική σχολή υποκριτικής και υπηρετεί διαφορετική ταινία. Όσο για τη Lady Gaga, εμφανισιακά ένας συνδυασμός white trash ρέπλικας της Ελίζαμπεθ Τέιλορ και δευτεροκλασάτης Τζόαν Κόλινς της γειτονιάς, είναι σαφώς η αβανταδόρικη και ατίθαση ψυχή μιας συχνά μονότονης ταινίας και η απαραίτητη τονωτική της ένεση. Έχει τσαγανό και σπιρτάδα, δουλεύει όμως με ένα ρόλο τόσο υπερβολικό που μοιάζει σχεδόν επιθεωρησιακός. 

Όλα τα παραπάνω θα είχαν πιθανόν αποδώσει καλύτερα αν η ταινία επιχειρούσε εξαρχής να αγκαλιάσει απενοχοποιημένα τις camp πιθανότητες που της προσέφερε ένα σενάριο τόσο επιδερμικό και υστερικό ώστε λίγα περιθώρια αφήνει σε κάποιον για να το πάρει στα σοβαρά ή αν ο παλαίμαχος σκηνοθέτης ταίριαζε με το υλικό που ανέλαβε να μεταχειριστεί κινηματογραφικά. Σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, ωστόσο, ο 84χρονος πλέον Σκοτ εργάζεται μοναδικά στο να εξαφανίσει κάθε υποψία προσωπικότητας πίσω από το γοργοκίνητο δράμα του, αφήνοντας πίσω την προσεκτικά οργανωμένη και εκτελεσμένη στην εντέλεια επιχείρηση διεκπεραιώσης που αντιλαμβάνεται πλέον ως σινεμά.