Ταινία της Εβδομάδας: «Όλη η Ομορφιά κι η Αιματοχυσία» της ανυποχώρητης διαδρομής της Ναν Γκόλντιν

Χρυσός Λέων στη Βενετία, υποψηφιότητα για Όσκαρ Ντοκιμαντέρ, Χρυσή Αθήνα στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας και κριτικές τιμές για ένα απαραίτητο φιλμικό ανάγνωσμα περί του βίου και της κοινωνικής δράσης της σημαντικής φωτογράφου.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Ταινία της Εβδομάδας: «Όλη η Ομορφιά κι η Αιματοχυσία» της ανυποχώρητης διαδρομής της Ναν Γκόλντιν

Δεν ξέρω πότε ο κόσμος πήγαινε καλά, πότε έβαινε προς το καλύτερο. Ανέκαθεν διαβάζοντας – ή και ζώντας – την Ιστορία έβλεπες πιστοποιήσεις μένους ανθρώπου προς άνθρωπο, αδιαφορίας των λίγων για τους πολλούς. Ναι, ασφαλώς, ο Άνθρωπος είναι ικανός για μεγάλη ομορφιά. Καθημερινά όμως αποδεικνύεται ανίκητος στην αιματοχυσία του. Ίσως αυτός ο εκφυλισμός της ανθρωπότητας ως συλλογικού σώματος, αυτό το αγέρωχο βάδισμα προς την αυτοκαταστροφή, να είναι αναπόφευκτο. Ίσως είναι ακόμα-ακόμα και φαινόμενο φυσικό – ιδίως αν θέλει κανείς να αποποιηθεί τον δαίμονα των τύψεων για επιλογές που δεν έγιναν. Ένα συλλογικό προανάκρουσμα του βιολογικού γεγονότος του θανάτου.

Γράφω αυτή την εισαγωγή, όχι για να σηκώσω το φρύδι του αναγνώστη αλλά για να υποστηρίξω την αναγκαιότητα του ντοκιμαντέρ της Πόιτρας  - συνάμα έστω με αυτό που εκτιμώ ως αδυναμία μέρους της σύγχρονης κριτικής να διαχωρίσει την ορθότητα του περιεχομένου από την καλλιτεχνική αξία που το διαπνέει. Το «Όλη η Ομορφιά και Όλη η Αιματοχυσία» είναι ένα λίαν ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ-βιογραφία της Ναν Γκόλντιν, ένα συνταρακτικό, περιστασιακά, ντοκιμαντέρ πάνω στην «Κρίση των Οπιοειδών» και μια πολύ φιλόδοξη παραγωγή στο εγχείρημά της να τα παντρέψει και τα δυο. Το ότι η Γκόλντιν κουβαλά μαζί της μια εποχή και μια Τέχνη συναρπαστικές και το ότι το έγκλημα της «Κρίσης» είναι (όπως πάντα) γέννημα-θρέμμα προσώπων/οικογενειών αμύθητου πλούτου, κάνει ασφαλώς το έργο απαραίτητο. Όχι όμως και αισθητικά άμεμπτο. (Ως προς την «Κρίση των Οπιοειδών» το «The Crime of the Century» του Άλεξ Γκίμπνεϊ για το HBO είναι πλήρες και οριστικό επί του μέχρι στιγμής φαινομένου.)

Η Λόρα Πόιτρας κινείται σε άλλη κλάση σινεμά τεκμηρίωσης. Δεν ενδίδει σε αιματοχυσία προβοκάτσιας, κρατά αποστάσεις από την κατάχρηση «του φακού στο πρόσωπο», καίγεται για το θέμα της

Για κάποιους, για το πλήθος της αγγλόφωνης κριτικής όπως παρατηρεί κανείς βλέποντας τους «γνωμοσυλλέκτες», το αποτέλεσμα κολυμπά στα νερά του αριστουργηματικού. Το πώς ξεκινά από το προσωπικό και καταφθάνει στο συλλογικό και το πώς μελετά την έννοια του Τραύματος, ως γεγονότος που εκκινεί από την οικογένεια και αρθρώνεται σε φρικτή εντέλεια ξανά από την (ζάμπλουτη, παθογόνα, ανήθικα συμφεροντολόγα) οικογένεια, είναι μια εντυπωσιακή σύλληψη.

Στην πράξη, ωστόσο, έβλεπα συναρπαστικά μέρη που δεν απέδιδαν ένα τονικά και συναισθηματικά πλήρες σύνολο. Η διαλεκτική σύλληψη κατά την οποία ρίχνονται διαρκώς αφηγηματικές γέφυρες ανάμεσα στις ιστορίες με σκοπό να αλληλοφωτιστούν (ο 2ος «Νονός» βασικά), δεν μου λειτούργησε ανάλογα στο φορμά του ντοκιμαντέρ. Πιο απλά, προσωπικά πάντα, ήθελα περισσότερα για την ιστορία της Γκόλντιν, του οικογενειακού της τραύματος, του τρικυμιώδους βίου της στην πανκ και post πανκ Νέα Υόρκη των «καταγωγίων», της σεξ-εργασίας, της queer κοινότητας και, βέβαια, της μήτρας (και μίτρας) εξόχως ενδιαφέρουσας τέχνης και καλλιτεχνών. Και μετά ήθελα περισσότερα επί της ακτιβιστικής σταυροφορίας της εναντίον του Οίκου των Σάκλερ, αυτών των επισήμως ανίερων υπόλογων για μια φαρμακο-επιδημία που έχει σκοτώσει πάνω από μισό εκατομμύριο Αμερικανούς σε 20 χρόνια – και εξακολουθεί.

Καθώς η ταινία δεν προλαβαίνει, όχι στις δύο ώρες τουλάχιστον, να αναπτύξει και τα δύο με τον ωραίο οργανικό, πλεχτό τρόπο που σκαρφίστηκε, διαλέγει ως επί το πλείστον στιγμές που στηρίζονται στην εντύπωση που θα προκαλέσουν, στον συναισθηματικό ερεθισμό και την, εντελώς αντιδιαλεκτική, παρουσίαση αγίων και τεράτων. Ακόμα και αν έχει δίκιο (που στην ιστορία των οπιοειδών έχει), η λογική δεν διαφέρει και τόσο από αυτήν ενός Μάικλ Μουρ. Που επίσης κάποτε κινούνταν στην στρατόσφαιρα των αριστουργημάτων, κατά την κριτική και τα Όσκαρ, και μετά…προέκυψε ο αφόρητος δημαγωγός που έχει μεν δίκιο αλλά.

Να είμαι βέβαια όσο αντικειμενικός καταλαβαίνω: Η Λόρα Πόιτρας κινείται σε άλλη κλάση σινεμά τεκμηρίωσης. Δεν ενδίδει σε αιματοχυσία προβοκάτσιας, κρατά αποστάσεις από την κατάχρηση «του φακού στο πρόσωπο» (εντάξει 1-2 στιγμές εξαιρούνται), καίγεται για το θέμα της. Η διδακτικότητα σε τέτοιου είδους εγχειρήματα είναι σχεδόν αδύνατον να αποφευχθεί, όμως εδώ κρατιέται στο ελάχιστο δυνατό. Για την ακρίβεια στο κομβικό σημείο ανάμεσα στην ενημέρωση και την θυμική εκτόνωση.

Και η Ομορφιά διαχέεται σκεπάζοντας την ασχήμια: Στα πρόσωπα των ακτιβιστών, στην οδύνη για τον χαμό μιας γενιάς που εξολοθρεύτηκε από το AIDS και τον τρόμο του (μια νευραλγική περίοδος στο έργο της Γκόλντιν), στην βρωμιάρικη, αλλά ποτέ μιαρή, ελευθερία των λούμπεν ηδονοθήρων της post-punk εποχής, στην άγρια νιότη – που ενίοτε λαθροβιά και σε γεροντότερα σώματα. Στην ανίκητη πίστη κάποιων ότι οι πολλοί απέχουν μια συνειδητοποίηση μακριά από τον θρίαμβο – η ταινία είναι μια αποθέωση του ακτιβισμού άλλωστε. Στο σφύζον φωτογραφικό έργο της ίδιας της καλλιτέχνιδας. Και σε ένα εκλεκτικό σάουντρακ τόσο απογειωτικό, που ακόμα και όταν ως κριτικός γεννοβολάς τις αντιρρήσεις σου, γέρνεις ταυτόχρονα πίσω χαμογελώντας ευχαριστημένα.