Έχοντας ήδη κάνει την πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, όπου απέσπασε τα καλύτερα σχόλια, η ταινία του Έκτορα Λυγίζου, «To Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού» ετοιμάζεται για την πρεμιέρα του στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου τού Τορόντο και συγκεκριμένα στην ενότητα «Discovery», όπου παρουσιάζονται νέοι σκηνοθέτες απ’ όλο τον κόσμο με τις πρώτες τους ταινίες, κάτι σαν τις κινηματογραφικές ανακαλύψεις της χρονιάς. Το φεστιβάλ δεν έχει διαγωνιστικό χαρακτήρα, ωστόσο η ταινία θα είναι υποψήφια για το βραβείο της διεθνούς ένωσης κριτικών FIPRESCI που απονέμεται ειδικά σε ταινία αυτής της ενότητας.
Με αφορμή την ένταξη του φιλμ στο πρόγραμμα του Τορόντο, κυκλοφόρησαν τρεις σκηνές από την ταινία για να μας προϊδεάσουν σχετικά με το τι θα δούμε στο πολυσυζητημένο φιλμ. Με έντονους παραλληλισμούς στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση της Ελλάδας του σήμερα, ο σκηνοθέτης επέλεξε ένα θέμα αιχμηρό το οποίο και θίγει με μια ωμότητα άκρως συμβολιστική. Ένας 22χρονος ζει στην Αθήνα άνεργος, χωρίς χρήματα, χωρίς κοπέλα και χωρίς φαγητό. Τα μόνα που έχει είναι ένα καναρίνι και πολύ ωραία φωνή κόντρα τενόρου. Όταν μένει και χωρίς σπίτι, πρέπει να βρει κρυψώνα για το καναρίνι του. Κι όταν το καναρίνι παγιδεύεται μες στην κρυψώνα, το αγόρι πρέπει να βρει βοήθεια. Πρέπει να βρει κάποιον να του εξομολογηθεί ότι δεν έχει δουλειά, δεν έχει λεφτά, δεν έχει κοπέλα και δεν έχει φαΐ να φάει.
Οι κριτικές που έλαβε η ταινία είναι εγκωμιαστικές και μέσα διεθνούς κύρους όπως το Variety όσο και το Screendaily, έπλεξαν μακροσκελείς διθυράμβους γράφοντας με θέρμη για το νέο ελληνικο-συμβολιστικό κινηματογραφικό ρεύμα που δίδαξαν ο Λάνθιμος και η Τσαγγάρη και το οποίο επηρέασε βαθιά το σκηνοθέτη της . Ο πρωταγωνιστής Γιώργος Παπαδόπουλος -ο οποίος διακρίθηκε με την Ειδική Μνεία για την ερμηνεία του στο Κάρλοβι Βάρι- συμβολίζει κατά τα διεθνή μέσα την ξεπεσμένη Ελλάδα, που στερείται εργασίας, χρημάτων, στέγης και κυρίως αυτοκυριαρχίας. Το μόνο που έχει απομείνει στον νεαρό ήρωα είναι το τραγούδι του, όπως αντίστοιχα το μόνο που έχει απομείνει στην Ελλάδα είναι η ψυχή της.
Στην ταινία παρακολουθούμε τον αγώνα του κεντρικού ήρωα, ο οποίος ζει αποκομμένος από κάθε κοινωνικό περίγυρο, έτσι ώστε ο θεατής να μην έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει στιγμή από το κεντρικό κάδρο. Δεν υπάρχει χώρος για άλλους ήρωες, ο πρωταγωνιστής μονοπωλεί το ενδιαφέρον του θεατή με τις ωμές μεταφορές και τη δραματικότητα των πράξεών του. Η κάμερα τον ακολουθεί από κοντά μην αφήνοντάς του ιδιωτικό χώρο ούτε για να αναπνεύσει, «ανάλογα με τις στιγμές που βιώνει η Ελλάδα της κρίσης», όπως γράφει το Screendaily.
«Ο Λυγίζος προτιμά την παρατήρηση από την επεξήγηση», γράφει το Variety. «Η απελπισία, οι κανιβαλιστικές τάσεις λόγω της πείνας και της εξουθένωσης δεν επεξηγούνται με λόγια, ενώ συνεχίζει θίγοντας τον κοινό παρονομαστή της ταινίας με άλλες αντίστοιχου περιεχομένου ή ωμότητας, όπως το «Ηunger» του Στιβ ΜακΚουιν ή στο «Keane» του Λοντζ Κέριγκαν.
Το κάδρο των καλών κριτικών συμπλήρωσε ο Δημήτρης Εϊπίδης, υπεύθυνος προγράμματος του Φεστιβάλ του Τορόντο, ο οποίος έγραψε πως πρόκειται για ένα «συγκλονιστικό φιλμ που βάζει το θεατή στην ατμόσφαιρα μιας αξέχαστης εμπειρίας», ενώ δεν παρέλειψε να μιλήσει για το Λυγίζο, λέγοντας πως πρόκειται για «ένα από τα πιο λαμπρά ταλέντα που αναδύθηκαν από τη διεθνή κινηματογραφική επανάσταση του Ελληνικού Νέου Κύματος».