Χρόνια τώρα ο Σον Πεν, παρά μερικές αποκαρδιωτικές στιγμές του (μερικές έχουν βραβευθεί κιόλας), είναι ένας go to τύπος για μια παρουσία σπονδυλικής στήλης, για ένα old school (πια) υλικό έμπροσθεν της κινηματογραφικής μηχανής όπου το τι έχεις να πεις είναι πιο σημαντικό από το πώς είσαι ενώ το λες. Υπάρχει σειρά ρόλων, υπάρχει και ένα σκηνοθετικό προφίλ που με τις πρώτες τέσσερεις ταινίες του («Indian Runner», «Crossing Guard», «The Pledge», «Into the Wild») αρθρώνει από μόνο ένα επίτευγμα που στα μάτια ενός ειδικού, ίσως, κοινού, αρκεί ισόβια. Τώρα, με την παρουσία του στον νέο PTA, και τους διθυράμβους που ξεσηκώνει, είναι μια καλή συγκυρία για να ξαναφορμαριστεί.
Από την άλλη ο Τομ Χάρντι υπήρξε από το 2009 μέχρι το 2015 (άντε 2017 να βάλουμε και την «Δουνκέρκη» ως παρουσία σε σημαντικό έργο) ένα αγρίμι πραγματικό, ένας μπραντικού τύπου ηθοποιός, βλοσυρός, ελλειπτικός, φοβερά εκφραστικός με τα ελάχιστα, «επικίνδυνος» πραγματικά. Μετά κάτι έγινε, κάτι του υπαγόρευσε έναν εκπολιτισμό (κάτι σαν αυτο που έπαθε ο ΝτιΚάπριο με τον «Τιτανικό»), οι ταινίες δεν ήταν απλά κατώτερες, έμοιαζαν σχεδόν να δείχνουν αδιαφορία του ίδιου για το συνολικό καλλιτεχνικό πακέτο. Το χρήμα ουδείς εμίσησε, έχετε δίκιο, αλλά όχι κι έτσι.
Το να βρεθούν οι δυο τους, αν καταφέρουν να μην σκοτωθούν μεταξύ τους, είναι στα χαρτιά καλλιτεχνικό ευτύχημα για το είδος της δουλειάς που έχει κάτι «μυθικό» στη φτιαξιά της, κάτι κερουακικό, μπραντικό, κάτι που θα έβγαινε αναγεννησιακά την δεκαετία του '50 και του '60, κάτι που δεν υπαγορεύεται από εποχές αλλά από ένστικτα καλλιτεχνικής αυτοσυντήρησης.
Ότι είναι να κάνουν θα το κάνουν από το καλοκαίρι και μετά - καθώς ο Χαρντι έχει «MobLand» και ο Πεν θα έχει και οσκαρικά τρεξίματα - τίποτε δεν είναι πρακτικά γνωστό.
(Επίσης, τι φάση και όλοι γράφουν ότι αυτή θα είναι η 5η σκηνοθεσία του Πεν, η 7η μυθοπλασίας θα είναι. Με το καλό!)