[Κριτική] «Malcolm & Marie»: Ένα καθόλου ευχάριστο ευχαριστώ

Στυλιζαρισμένο ρομάντζο που υπερπροσπαθεί να υπερασπιστεί τις αγνές προθέσεις του να αποδομήσει μια σαθρή σχέση και να την ζωντανέψει με ό,τι έχει απομείνει.

Από τον Χρήστο Πολίτη
[Κριτική] «Malcolm & Marie»: Ένα καθόλου ευχάριστο ευχαριστώ

Κάπου στην αρχή της ταινίας, ο Μάλκολμ, επιστρέφοντας σπίτι του μετά την πρεμιέρα της πρώτης του ταινίας ως σκηνοθέτης, λέει στη Μαρί πως είναι «ζαλισμένος γιατί η ζωή είναι ωραία». Με μια τέτοια δόση υπεροψίας και ακατανόητης διαπίστωσης, θα κυλήσει και το «Malcolm & Marie», με τον Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον και την Ζεντάγια, στους ρόλους ενός ζευγαριού που είναι έτοιμο να φιτιλιάσει κάθε πιθανή ατάκα και να εξοστρακίσει κάθε πιθανή της ερμηνεία.

Το ζευγάρι επιστρέφει σε ένα «σπίτι των ονείρων», κινείται αέρινα και με σιγουριά σε μια καλοβολεμένη ζωή σαν σε περιοδικό με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μα κάτι αγκαθωτό φωλιάζει στους τοίχους, που εμφανίζεται από το άγχος εκείνου για τις κριτικές που θα έρθουν και τον θυμό εκείνης για ένα «ευχαριστώ» που ποτέ δεν ήρθε στα λόγια του.

Σκηνοθετημένο σε αληθινό χρόνο, με το ζευγάρι να πολεμάει σαν σύγχρονοι «Ρόουζ» σε μια ανταλλαγή ευθυνών, γραμμένης σαν θεατρικό, σαν ένα έργο δωματίου για δυο φιγούρες και μια αράδα τζαζ μελωδιών.

Όπως, τα μακαρόνια με τυρί που λιώνουν στο πιάτο που ετοίμασε η Μαρί, και φτιάχνουν το φόντο για την καλαίσθητη τυπογραφία του τίτλου, κάπως έτσι λιώνει από την πολύ αρχή η προσπάθεια των τριών τους (Ζεντάγια, Ουάσινγκτον και Σαμ Λέβινσον, που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία) να οικοδομήσουν ένα δράμα χαρακτήρων, που καταφανώς θέλει να μιλήσει (ή καλύτερα να φωνάξει) για όλα εκείνα που δεν λέγονται στην ώρα τους σε μια σχέση. Ή καλύτερα, για όλα εκείνα που δεν χρειάζεται να ειπωθούν ποτέ σε μια σχέση.

Εκείνος, σαν σκηνοθέτης και εκείνη, σαν παραιτημένη, αποτυχημένη ηθοποιός με παρελθόν απεξάρτησης, ζουν και πλάθουν ιστορίες που τους θέλουν πρωταγωνιστές, μα με άδοξο πάντα τέλος. Ξεσπούν ο ένας στον άλλον, σε μια προσπάθεια να αποδείξουν ποιος είναι ο καλύτερος σε μια μάχη δίχως τελειωμό, ακριβώς όπως προσπαθούν και οι δυο ηθοποιοί. Υπερβάλλοντας στα δραματικά μειδιάματα και εκτελώντας με ακριβεία τους μονολόγους τους, χωρίζουν την αφήγηση σε τέσσερα κεφάλαια, που ξεκινούν με την Μαρί να ανάβει ένα διαφορετικό κάθε φορά τσιγάρο. Ο λόγος του τσακωμού για το ευχαριστώ που δεν ακούστηκε, η αφορμή για την έμπνευση της ταινίας, η πρώτη κριτική, ο επίλογος και η προσπάθειά της να αποδείξει πως εκείνη θα ήταν η πιο ιδανική επιλογή για πρωταγωνίστρια, ένα αργοπορημένο ευχαριστώ κι ένα ειλικρινές παρακαλώ, κι ύστερα σκοτάδι. Σαν ένας κύκλος που βιάζεται να κλείσει, όσο βιαστικά άνοιξε, το «Malcolm & Marie» στέκεται όμορφο και γυαλιστερό σαν το πιο ακριβό μπιμπελό στο σπίτι-κουκλόσπιτο, μα εύθραυστο και άδειο.

Παίζοντας κρυφτό με τις λέξεις και με βαρυγδουπα λόγια που συνοδεύονται ανερυθρίαστα από παράθεση σκηνοθετών για να αποδείξει πως είναι θαρραλέο, το φιλμ του Λέβινσον παίρνει πολύ σοβαρά το ποιόν του, αδυνατώντας να μείνει πιστό στην περιορισμένη του δυναμική. Ίσως αν την καταλάβαινε, θα παρέμενε πιο ειλικρινές σε ένα δρόμο χωρίς απότομες στροφές, θα ήταν πιο ήρεμο στις κινήσεις και πιο καθαρό στην όψη.

Κι αν κάπου στη μέση της ταινίας το «Flor de Azalea» του Frankie Reyes σε ένα πεντακάθαρο συνθεσάιζερ, θυμίζει ανορθόδοξα το «Θα Ξανάρθεις» της Δανάης, σε μουσική του Κώστα Γιαννίδη και στίχους του Αλέκου Σακελλάριου από το 1934, όταν ο Μάλκολμ χτυπιέται προσπαθώντας να κατανοήσει τον θυμό της Μαρί, θυμηθείτε πως τα λόγια ταιριάζουν γάντι στη περίσταση.

«Δε με μέλλει αν οι όρκοι μας σβηστήκαν, δε με μέλλει εάν όλα ξεχαστήκαν, […] θα ξανάρθεις, και συμπόνια θα ζητάς μετανιωμένη θε να’ ρθεις με ραγισμένη την καρδιά». Ίσως έτσι, τα πράγματα να ήταν πιο ξεκάθαρα, πιο αληθινά και πιο βαθιά. Μα τώρα, δεν είναι.