«Maria»: Αφιέρωμα του Vanity Fair στην Μαρία Κάλλας της Αντζελίνα Τζολί και του Πάμπλο Λαραΐν

Η τριλογία των διασήμων γυναικών του Χιλιανού δημιουργού κλείνει, αυτή τη φορά με μια προσωπικότητα τεράστιου, αμείωτου ως σήμερα, και αυτόφωτου δραματικού βεληνεκούς.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
«Maria»: Αφιέρωμα του Vanity Fair στην Μαρία Κάλλας της Αντζελίνα Τζολί και του Πάμπλο Λαραΐν

Πολλοί από εμάς έχουμε κάθε λόγο να τρέμουμε την «Maria». Άλλοι βρήκαν στην «Jackie» (για την Τζάκι Κένεντι, την γυναίκα που διάλεξε ο Ωνάσης, ίσως σφραγίζοντας την μοίρα της Κάλλας) μια αδειανή αποθέωση του δήθεν, άλλη εντόπισαν στο «Spencer» (για την Πριγκίπισσα Νταϊάνα) μια (επίσης αδειανή) αυτιστική καλλιγραφία. Ο Χιλιανός Λαραΐν έχει όραμα, είναι σαφές αυτό, ιδίως αν «όραμα» εννοείται μια απολύτως προσωπική σύλληψη μεταγραφής της πραγματικότητας - και στο σινεμά του είδους του biopic. Η αισθητική συζήτηση όμως ανήκει στην κριτική των ταινιών. Σειρά έχει η «Maria».

Και η αλήθεια είναι πώς με την Κάλλας ο δημιουργός καταπιάνεται με προσωπικότητα βεληνεκούς. Χωρίς διάθεση μείωσης των δύο άλλων γυναικών που πραγματεύθηκε ο Λαραΐν, με την Κάλλας περνάμε στο αειθαλές της Τέχνης, σε μια από τις ελάχιστες ατόφιες περιπτώσεις καλλιτεχνικού ίχνους (και κουτσομπολικού ίχνους, να μην στρουθοκαμηλίζουμε) που δεν ασθμαίνει με τον καιρό, αλλά κρατεί καλά. Η Κάλλας είναι η μοναδική περίπτωση από τον χώρο της μουσικής που υπηρέτησε, η οποία δίχως δεκανίκια, δίχως τρικ επικοινωνιακά, με όπλο μοναχά την Τέχνη της και το δράμα - ίσως και τραγωδία - της ζωής της, συγκινεί τα πλήθη όσο και πριν 50, και πριν 60 και πριν 70 χρόνια, όταν ζούσε. Υπερβαίνει τα όρια της εποχής της, δημιουργεί δικό της μικροκλίμα, δεν είναι ετερόφωτο αποτέλεσμα συμβάντων, μήτε συμπαραγωγών των ταμπλόιντ.

Πώς θα τα καταφέρει η Τζολί; Ποια είναι η σύλληψη του Χιλιανού και πώς ο Στίβεν Νάιτ την έχει κυκλώσει σεναριακά;

Το Vanity Fair πραγματοποιεί ένα αφιέρωμα στην περιζήτητη ταινία, η οποία σε λίγες μέρες θα προβληθεί στην Βενετία. Ταινία που αποτελεί για την Τζολί το μεγαλύτερο στοίχημα, έδωσε μήνες από τη ζωή της να μεταμορφωθεί και, παρότι ντίβα του δικού της κόσμου, να αντέξει το βάρος των συγκρίσεων, την πυριτιδαποθήκη που διάλεξε να εισέλθει και που μόνο σε περίπτωση αποτυχίας Λαραΐν δεν θα στιγματίσει για πάντα την υπόλοιπη καλλιτεχνική της ζωή.

Δύο μόνο σημεία, προτού σας προτρέψουμε στο άρθρο: Ένα, η αρχική προσέγγιση σκηνοθέτη-ηθοποιού. Ο Λαραΐν ήθελε να κάνει ταινία μαζί της. Της έκλεισε προβολή για το «Spencer» στην Paramount, η Τζολί το είδε, κατενθουσιάστηκε, τον κάλεσε άμεσα κι εκείνος της είπε: «Θέλεις να παίξεις την Μαρία Κάλλας;» Η Τζολί κοκκάλωσε, χρειάστηκε μέρες να το σκεφτεί, να αναλογιστεί με τι θα μετρηθεί - και τι θα απωλέσει αν ηττηθεί στην αντιπαράθεση. Δέχτηκε, προς τιμήν της.

Δεύτερο, τι θα...ακούσουμε στην ταινία; Αρέσει-δεν αρέσει, η φωνή της Κάλλας είναι μια μοναδική ύπαρξη στην ιστορία της ηχογραφημένης ανθρωπότητας και δεν θα μπορούσε βέβαια να υπάρχει μια ταινία για αυτήν που δεν θα ακούγεται η φωνή της. Από την άλλη δεν γίνεται να υποβιβάσεις την ερμηνεύτριά της (και diva καθαυτή) σε βωβή αναπαράσταση - ούτε βέβαια να φτιάξεις μια ταινία για την Κάλλας δίχως...όπερα. Το πρόβλημα λύθηκε, ισχυρίζονται, με την αγία τεχνολογία που συνέθεσε μια ενιαία φωνή από τις δύο γυναίκες! Στα χρόνια της ακμής, όταν η Κάλλας είναι και τυπικά δίχως ανάλογο, ακούμε κατά 90-95% την δική της φωνή. Στα ύστερα χρόνια ακούμε σχεδόν αποκλειστικά την Τζολί, πράγμα που αποτελεί έναν αδιανόητο άθλο έτσι κι αλλιώς και, ομολογώ, ότι διατηρώ (ίσως και) αμετακίνητη επιφύλαξη για το κατά πόσον η κουβέντα δεν είναι επικοινωνιακή αντί αληθής.

Ο Έντουαρντ Λάτσμαν φωτογραφίζει - εμπιστοσύνη («Carol») - η ταινία έχει έγχρωμα (στο παρόν) και ασπρόμαυρα (στο παρελθόν), δεν έχουμε παρά να ενώσουμε σε φάση οπερατικού κουμπαγιά τις παλάμες μας να έχει βγει μια ταινία, έστω σε στυλ «Spencer» (το αξιοπρεπές ελάχιστο να περιμένει κάνεις), και όχι κάποια κοντόθωρη παρωπιδική κατευχαριστημένη με τον εαυτό της άσκηση ύφους. Οι ελπίδες, παραδόξως ίσως ως προς αυτό, εναπόκεινται στο «ναι» της Τζολί στο σχέδιο.

Το άρθρο του Vanity Fair, εδώ.

«Distant Vision», πράγματι: Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα δουλεύει παράλληλα σε δύο ακόμα σχέδια!Επικίνδυνη (οσκαρική) Αποστολή: Καστ-φωτιά περιστοιχίζει τον Τομ Κρουζ στην ταινία του Ινιάριτου