Ο Μάρλον Γουέιανς υπερασπίζεται το «Ξανθιές Γκόμενοι» και τα βάζει με την cancel culture

Mε αφορμή όσα του σέρνουν για μια ταινία που υπήρξε μεγάλο hit στα ελληνικά βιντεοκλάμπ, ο Γουέιανς προστίθεται στον κατάλογο των κωμικών που τα βάζουν με την κουλτούρα της ακύρωσης και τη (σοσιο)μιντιακή επίθεση στην κωμωδία.

Από τον Γιάννη Βασιλείου
Ο Μάρλον Γουέιανς υπερασπίζεται το «Ξανθιές Γκόμενοι» και τα βάζει με την cancel culture

Το «Ξανθιές Γκόμενοι» (White Chicks, 2004) υπήρξε ένα από τα μεγάλα hit στα ελληνικά βιντεοκλάμπ, ειδικά σε νεανικές παρέες που αναζητούσαν μια φαρσοκωμωδία στις μαζώξεις τους για να συνοδεύσουν τις προσφορές της Pizza (εδώ βάλτε όποιο brand προτιμάτε). Αλλάζουν τα ήθη και οι καιροί, σήμερα δεν μπορείς να διανοηθείς ότι θα έβγαινε μια τέτοια κωμωδία – για όσους δεν γνωρίζουν, στην ταινία  δύο μαύροι μπάτσοι αναλαμβάνουν undercover υπόθεση και μασκαρεύονται σε λευκές ξανθές νεανίδες. Εμείς, άσχετα από την άποψή μας για την ταινία, θα πούμε για ακόμα μια φορά ότι, δυστυχώς, στον καιρό της σοσιομιντιακής περσόνας που αφιερώνεται με μονομανία σε ένα cause, η μεγαλύτερη μερίδα αντίστοιχων παραληρημάτων και επιθέσεων γίνεται από ανθρώπους που καθόλου δεν τους ενδιαφέρει η κωμωδία, απλά είδαν στο newsfeed τους κάτι σχετικό με το cause που τους αφορά και τοποθετήθηκαν – άλλωστε ο κόσμος χωρίζεται αυστηρά σε αυτούς που είναι υπέρ και ενάντια στον αγώνα τους και όλα ερμηνεύονται με γνώμονα αυτό. Kαι κάπως έτσι, ένα χιουμοριστικό tweet γίνεται viral ανάμεσα στους ομοϊδεάτες του μονομανούς πλην δημοφιλούς στη σοσιομιντιακή σφαίρα χρήστη, ο άνθρωπος που έγραψε το tweet μετατράπεται σε δημόσιο κίνδυνο, γίνεται ο εχθρός των ημερών και, όταν περάσουμε στον επόμενο, του μένει η ρετσινιά, καρφιτσώνεται στο ψηφιακό πέτο του το άλικο γράμμα των καιρών μας. 

Κλείνουμε την παρένθεση και περνάμε στον Μάρλον Γουέιανς, πρωταγωνιστή και ιθύνοντα νου της εν λόγω κωμωδίας, που άστραψε και βρόντηξε, υπερασπιζόμενος την ταινία. «Δεν ξέρω σε τι πλανήτη ζούμε, όπου οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο κόσμος δεν χρειάζεται γέλιο κι ότι οι άνθρωποι πρέπει να λογοκρίνονται και να ακυρώνονται. Ειλικρινά, αν ένα αστείο αρκεί για να με ακυρώσει, σας ευχαριστώ που μου κάνατε την χάρη», είπε οργισμένος και συνέχισε. «Είναι θλιβερό που η κοινωνία έχει φτάσει σε ένα σημείο που δεν κάνει να γελάμε πια. Δεν πρόκειται να ακούσω αυτή τη γενιά, δεν πρόκειται να ακούσω αυτούς τους φοβισμένους τύπους, αυτούς τους φοβισμένους executives. Θα συνεχίσω να λέω τα αστεία μου με τον τρόπο μου κι αν θέλετε να βγάλετε χρήματα μαζί μου, είστε ευπρόσδεκτοι. Αν όχι, θα βρω τον τρόπο μόνος μου. Ξέρω το κοινό μου, έρχεται κάθε εβδομάδα για να δει τα σόου μας  (σ.σ. εννοεί τα stand-up των αδερφών Γουέιανς) και φεύγει γελώντας κι ευχαριστημένο. Αν κάτι μας χαρακτηρίζει, είναι ότι πάντα λέγαμε τα χειρότερα αστεία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Επίσης, η μεγαλύτερη μερίδα των φαν των “Ξανθών Γκόμενων” είναι όντως “ξανθιές γκόμενες” κι έτσι ξέρω ότι η ταινία είναι επιτυχημένη. Για μένα ένα η καλύτερη ένδειξη σε σχέση με την επιτυχία ενός αστείου είναι όταν η ομάδα ανθρώπων την οποία αφορά γελά περισσότερο από όλες.  Και το καλό με την ταινία, είναι ότι ήταν μια κωμική εξερεύνηση και αποδόμηση του φύλου, της φυλής και της ποπ κουλτούρας και για αυτό σήμερα θεωρείται cult classic» κατέληξε ο Γουέιανς.

Είναι μεγάλη η συζήτηση για την κωμωδία και όσα τραβά από τους σοσιομιντιακούς σταυροφόρους στις μέρες μας -  όχι πάντα άδικα, για να είμαστε σωστοί και δίκαιοι, απλά η κρίση θα πρέπει να γίνεται ad hoc και στο πλαίσιο του ευρύτερου έργο του. Όταν ας πούμε, ένας κωμικός σαν τον Τζον Κλιζ κάνει επί δεκαετίες αντισυστημική κωμωδία, θα πρέπει να έχεις παρωπίδες για να μην αντιλαμβάνεσαι ότι επιτίθεται στην πολιτική ορθότητα και την κουλτούρα της ακύρωσης επειδή στα μάτια του αυτές έχουν αποκτήσει συστημικό χαρακτήρα- άσχετα αν συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του. Από εκεί και πέρα, σε ένα μάκρο επίπεδο, αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με την κωμωδία είναι, στα μάτια μας, παρεμφερές με το ανατριχιαστικό φαινόμενο των ημερών, αυτό του βανδαλισμού έργων τέχνης προκειμένου ακτιβιστές να περάσουν «το δικό τους μήνυμα». Είναι απλά το επόμενο στάδιο του φαινομένου της αναγνώρισης του δικαιώματος του «δικαιωματιστή» πάνω στην τέχνη και στο δικαίωμα του καλλιτέχνη να εκφραστεί.