Ευπρόσδεκτα εκκεντρική, απολαυστικά σουρεάλ, ακραιφνώς σινεφιλική, με αφήγηση στα όρια του πειραματισμού, η πολυσυζητημένη ταινία του Λεός Καράξ, «Holy Motors», που σήμανε χτες βράδυ την έναρξη του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποτελεί ένα φιλμ-γεγονός, καταδικασμένο να διχάσει κοινό και κριτικούς. Για τους ίδιους λόγους, ωστόσο, η επιλογή της για το άνοιγμα της διοργάνωσης ήταν ιδιαίτερα τολμηρή.
Αυτοαναφορική, επιτηδευμένη, ακατανόητη, αυστηρά για εκπαιδευμένους σινεφίλ (διαβάστε αναλυτική κριτική εδώ), θα μπορούσαν να είναι μερικοί άλλοι χαρακτηρισμοί που ίσως να αντέτασσαν κάποιοι, όπως οι θεατές που αποχώρησαν χτες από την αίθουσα Ολύμπιον – θεατές οι οποίοι ίσως θα προτιμούσαν μία πιο «ασφαλή» επιλογή για το γιορτινό ξεκίνημα ενός φεστιβάλ.
Όπως, για παράδειγμα, το σίγουρα όχι feelgood αλλά οπωσδήποτε πιο βατό «Le Capital» του περισσότερου «αποδεκτού» Κώστα Γαβρά, ο οποίος μάλιστα παρευρισκόταν στη χτεσινή προβολή και χειροκροτήθηκε θερμά από το κοινό, όταν χαιρετίστηκε από τον διευθυντή του Φεστιβάλ, Δημήτρη Εϊπίδη.
Αν όμως η επιλογή της ταινίας έναρξης ήταν άκρως τολμηρή (και οι ίδιες συζητήσεις σίγουρα θα συνοδεύσουν και την έξοδο του «Holy Motors» στις αίθουσες), η ίδια η τελετή που προηγήθηκε κύλησε δίχως εκπλήξεις. Πιστοί στο πνεύμα λιτότητας που πολύ σοφά έχουν επιλέξει, έναντι της υπέρμετρης και πολυδάπανης χλίδας παλαιότερων ετών, οι διοργανωτές έχουν ωστόσο κάπου μπερδέψει την απλότητα με την έλλειψη έμπνευσης.
Η μουσικοχορευτική εισαγωγή (από το συγκρότημα Milky Lady & The Cookies και τη χορευτική ομάδα Jitterbugs) έμοιαζε μάλλον άστοχη και παντελώς αταίριαστη με το ύφος της ταινίας που θα ακολουθούσε. Ίσως ο απόλυτος μινιμαλισμός να ήταν τελικά προτιμότερος από αυτή τη βεβιασμένη υποψία εορταστικού θεάματος, όμως η αλήθεια είναι ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σπανίως έχει ευτυχήσει στις τελετές του – καλύτερα λοιπόν να αφήσει τις ταινίες να μιλήσουν από μόνες τους.