Η «υπόθεση Όσκαρ» είναι μια μεγάλη ιστορία για κάποιους δημιουργούς. Ο Σπίλμπεργκ, παρότι πάντα οσκαρικά παρών ήταν, κάποτε το γύρισε σκοπεύοντας επί τούτου σε αυτά. Ο Σκορσέζε, παρότι για κάποιους ποιοτικά δεν ολίσθησε ποτέ, από ένα ευκρινές σημείο και μετά ζει για να μετατρέπει κάθε ταινία του σε οσκαρικό γεγονός. Μένουμε εδώ στα παραδείγματα.
Ο Νόλαν από την άλλη δεν άλλαξε, φαινομενικά τουλάχιστον, ποτέ την λογική του για να βραβευθεί. Κάνει ταινίες είδους όπως τις καταλαβαίνει, τις κάνει όσο δημοφιλέστερα καταλαβαίνει, μόλις προηγούμενα έφτιαξε μια απίστευτη περιπέτεια στο «Tenet» που ποτέ δεν θα έπαιρναν χαμπάρι τα Όσκαρ και με τον «Oppenheimer» δεν ξέρεις αν ήθελε να δείξει στην Warner τι έχασε, αν έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του ότι μπορεί να γυρίσει τόσο φτηνά μια τέτοια ταινία έτσι, ή κάπου βαθιά μέσα του στόχευε στην ακαδημαϊκή αναγνώριση.
Αν ισχύει το τρίτο, τώρα πρέπει να αισθάνεται πια ελεύθερος. Και αν αληθεύει ότι ξαναπιάνει τον παλιό του καημό, την μεταγραφή για το σινεμά του θρυλικού, κατάλληλα τιτλοφορημένου, «Prisoner» (1967-68), του ωραιότερου «παιδιού» του ηθοποιού Πάτρικ ΜακΓκούαν, τότε το θέμα ακριβώς της ελευθερίας εν μέσω ενός τέλειου μύθου κατασκοπίας α λα '60ς, είναι μια σπουδαία ευκαιρία.
Το Variety ακούει ψιθύρους ότι ίσως είναι αυτό, πλάκα δεν έχουν οι ψίθυροι στον απόλυτο έλεγχο των εκπροσώπων Τύπου που αφήνουν να διαρρεύσει μια υπόνοια; Ο Νόλαν είχε ενδιαφερθεί για το σχέδιο στα τέλη των '00ς, δεν μπορούσε, έλεγε, να βρει το κουμπί της διασκευής του, το εγκατέλειψε τελικά το 2009, όταν και είδε το φως μια ομότιτλη σειρά/ανασκευή με τον Τζιμ Καβίζελ.
Να έχει έρθει άραγε τώρα η στιγμή; Καλή στιγμή φαίνεται, πάντοτε η πρώτη μετά το Όσκαρ ταινία δίνει υλικό για συμπεράσματα (λέμε τώρα) πάνω στον χαρακτήρα ενός δημιουργού. Όποια σημασία μπορεί να έχει βέβαια αυτό.