Shall we play a game, Leo?

Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η εταιρεία παραγωγής βλέπουν με καλό μάτι την ιδέα ενός reboot της sci-fi «χακεράδικης» ταινίας του 1983 WarGames που για τα computer freaks της εποχής υπήρξε η απόλυτη πρωτοπορία, με την ίδια λογική που για τους σημερινούς nerds των υπολογιστών ισοδυναμεί με μια επίσκεψη σε Μουσείο προϊστορίας.

Shall we play a game, Leo?
Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η εταιρεία παραγωγής του βλέπουν με καλό μάτι την ιδέα ενός reboot της sci-fi «χακεράδικης» ταινίας του 1983, WarGames που για τα computer freaks της εποχής υπήρξε η απόλυτη πρωτοπορία, με την ίδια λογική που για τους σημερινούς nerds των υπολογιστών ισοδυναμεί με μια επίσκεψη σε Μουσείο προϊστορίας. H original ταινία του Τζον Μπάνταμ με τον 20χρονο τότε Μάθιου Μπρόντερικ είναι ένα πραγματικό flashback στην εποχή των απηρχαιωμένων modem, των floppy disks 5 1/4, των text graphics και των τεραστίων διαστάσεων πύργων που με τα σημερινά δεδομένα θυμίζουν ... ηλεκτρικές συσκευές.

H ταινία βεβαίως είναι κάτι περισσότερο από ιστορική αναδρομή στην τεχνολογία, αφού το σασπένς κορυφώνεται όταν ένα παιχνίδι αποδεικνύεται ικανό να προκαλέσει τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μικρός εξπέρ που κατά λάθος συνδέεται με super υπολογιστή, περιέχοντα κυβερνητικά μυστικά για πυρηνικά και λοιπούς ερμητικά κλειστούς φακέλους, μπλέκεται σε μια περιπέτεια που φέρνει τις σχέσεις Αμερικής - Ρωσίας στην κόψη του ξυραφιού.

Το ερώτημα είναι πόσο μπορούν να συγκινήσουν σήμερα τα όποια φανταστικά επιτεύγματα ενός υπολογιστή όταν η νέα γενιά ήδη ζει την κυβερνο-πραγματικότητά της και τίποτα δεν μπορεί να της φανεί τεχνολογικά απίστευτο, ασύλληπτο ή ανέφικτο. Το παράδειγμα του περσινού Dead Code, που κυκλοφόρησε εν είδει remake/ spin off του WarGames και προσγειώθηκε απευθείας στα ράφια των video-clubs, δείχνει ότι μια περιπέτεια τεχνολογίας δε βρίσκει αβίαστα το δρόμο της στη μεγάλη οθόνη και μπορεί πολύ εύκολα να υποβαθμιστεί σε b-movie βιντεοκατανάλωσης.

Το Wargames: Τhe Dead Code, παραγωγή της MGM, αφηγείται την ιστορία ενός σύγχρονου χάκερ με το όνομα Γουίλ Φάρμερ (τον υποδύεται ο Ματ Λάντερ) που εισχωρεί σε έναν κυβερνητικό υπολογιστή σοφιστικέ τεχνολογίας και καταλήγει να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι on line εξομοίωσης της κατασκοπευτικής δράσης κατά της τρομοκρατίας, μέρος κι αυτό ενός ευρύτερου συστήματος, σχεδιασμένου για τον εντοπισμό και την καταπολέμηση τρομοκρατών. Ο υπολογιστής φυσικά χάνει τον έλεγχο (-αν και μέσα σε εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα, πρώτος διδάξας ήταν ο Χαλ της «Οδύσσειας του Διαστήματος») και τα πράγματα ξεφεύγουν από τα όρια του «παιχνιδιού», όταν ο Φάρμερ γίνεται στόχος των ομοσπονδιακών και συλλαμβάνεται ο ίδιος ως τρομοκράτης.

Η ταινία σημείωσε μια από τις χαμηλότερες βαθμολογίες των χρηστών του imdb (κάτω από 4.5) και φυσικά οι λίγες κόπιες παραμένουν στα αζήτητα, κοιτώντας μέσα σε στρώμα σκόνης τα ευπώλητα να αλλάζουν χέρια και ράφια.

Αναρωτιόμαστε τι ακριβώς μπορεί να έχει στο μυαλό του ο Λίο και αν το σχέδιο περιλαμβάνει και τη δέσμευσή του στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια απλή μεταφορά της original ιστορίας στο σήμερα θα ήταν μάλλον άνευ νοήματος, ενώ, παρά το baby face του, ο πρωταγωνιστής, διανύοντας πλέον την τέταρτη δεκαετία της ζωής του, δε θα έπειθε ως έφηβος (αν και μετά τα οπτικά εφέ του Μπέντζαμιν Μπάτον τα στεγανά της ηλικίας καταρρέουν).

Μιας και ως παραγωγός ο Λίο έχει στο πιάτο πολλούς "μεζέδες" να διαλέξει (μεταξύ άλλων μια live action προσαρμογή του Akira, του εικονογραφημένου manga ήρωα και μια μεταφορά του Conspiracy of the Fools του Κερτ Άιχενβαλντ) δε θεωρούμε πιθανό να προχωρήσει αβασάνιστα το φερόμενο ως reboot του WarGames, αν δεν υπάρξει κάποια πραγματικά έξυπνη ιδέα, ένας πραγματικά καλός λόγος για να γίνει.

Ανθή Νταουσάνη

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ