Η θρυλική «ΠΟΛΗ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ» προβάλλεται απόψε στις 31ες Νύχτες Πρεμιέρας και ο σκηνοθέτης της μας ξεναγεί στις νυχτερινές της λεωφόρους

Σαράντα ένα χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, η μυθική cult ταινία του Ανδρέα Τσιλιφώνη, μοναδική μεγάλου μήκους δημιουργία του και δυσεύρετη μέχρι σήμερα, επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη σε εντυπωσιακή 4Κ ψηφιακή αποκατάσταση για την οποία εργάστηκε πυρετωδώς επί σειρά ετών ο σκηνοθέτης με τους συνεργάτες του. Θα έχετε μία ακόμη ευκαιρία να την απολαύσετε απόψε τα μεσάνυχτα, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1. Στο παρακάτω κείμενο, ο Ανδρέας Τσιλιφώνης μας εισάγει σε πρώτο πρόσωπο και αποκλειστικά στον κόσμο που γέννησε αυτό το εμβληματικό νουάρ.

Από τον Ανδρέα Τσιλιφώνη
Η θρυλική «ΠΟΛΗ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ» προβάλλεται απόψε στις 31ες Νύχτες Πρεμιέρας και ο σκηνοθέτης της μας ξεναγεί στις νυχτερινές της λεωφόρους
Αρχές δεκαετίας ’70. Περιστέρι, Ανθούπολη, Μπουρνάζι… Τελευταίες τάξεις του (εξατάξιου τότε) Γυμνασίου. 
  
Τα μαθήματα τα είχαμε γραμμένα. Δεν κουβαλούσαμε τσάντα∙ μόνο ένα λαστιχάκι με αγκράφα που κρατούσε 2-3 βιβλία και ένα τετράδιο. Στην τελευταία σελίδα του τετραδίου είχαμε γραμμένες αναλυτικά τις απουσίες, μάθημα-μάθημα. Σε μονόωρο μάθημα έμενες με 7 αδικαιολόγητες. Σε όλη τη χρονιά το όριο ήταν 151 δικαιολογημένες ή 101 αδικαιολόγητες. Κάθε χρόνο φτάναμε τις 100 και αν γινόταν καμιά στραβή ψάχναμε κανέναν γνωστό γιατρό να δικαιολογήσει τις παραπάνω. Τα παιδιά της παρέας μας τότε ήμασταν κολλημένοι είτε στις μπάντες είτε στις μηχανές. 
 
  
Οι μπάντες 
 Στο Περιστέρι υπήρχαν πάνω από 30 μπάντες (συγκροτήματα τα λέγαμε τότε). Εγώ ήμουν στην παρέα των ροκάδων, που ακούγαμε κλασσικα group όπως Beatles, Rolling Stones, Led Zeppelin, Jethro Tull, Black Sabbath, Deep Purple, αλλά και πολλά αμερικάνικα και αγγλικά one-hit wonders. Βασική μας πηγή ενημέρωσης ήταν ο Αμερικάνικος ραδιοσταθμός στο Ελληνικό και οι ερασιτέχνες πειρατές.  
 Από 14 χρονών έπαιζα κι εγώ σε μια μπάντα, όπου κάναμε 5-6 ώρες την ημέρα πρόβες σε υπόγεια με αυγοθήκες στους τοίχους για να μην φωνάζουν οι γείτονες. Υπήρχαν περιπτώσεις που για να πληρωθεί το νοίκι, κάποιος έδινε αίμα σε μια κλινική στην Παναγή Τσαλδάρη. Δεν ξέχασα ποτέ το όνομά του. Και μην νομίζετε για όργανα Fender ή Gibson… Οι Ibanez και Yamaha ήταν οι καλύτερες περιπτώσεις. Μετά ερχόντουσαν Aria, Tokai, Eko, Teisco, καμιά Hofner και βγάλε.  
Τις Κυριακές του χειμώνα, σε κάποιο από τα 20 σινεμά της περιοχής (η Ριβιέρα ήταν το καλύτερο), γίνονταν συναυλίες με 3-4 μπάντες πιτσιρικάδων σαν κι εμάς που έπαιζαν 2-3 τραγούδια και στο τέλος έβγαινε κάποιο μεγάλο όνομα. Εκεί είδα πρώτη φορά τους MGC, με τον Πουλικάκο να τραγουδάει και τον Πολύτιμο στο Fender Rhodes, να παίζουν το Suzy Q. Το καλύτερο συγκρότημα στο Περιστέρι τότε, θεωρώ πως ήταν οι DON’T και λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να θυμηθώ τα ονόματα των μελών του.  
  
Οι μηχανές 
 Όσον αφορά τους μηχανόβιους και τις μηχανές, δηλαδή τι μηχανές κάτι 50αρια γερμανικά μηχανάκια Zündapp, Florette, Sachs, Jawa είχαν κι έκαναν σούζες κι έβαζαν στοίχημα μια μπύρα ποιος θα φτάσει πρώτος στο επόμενο φανάρι. Μετά, όσοι τελείωναν το γυμνάσιο και έπιαναν δουλειά, έπαιρναν με 60 δόσεις ένα 125άρι Jawa ή Honda. Σύντομα ανέβηκαν στις γιαπωνέζικες 250άρες και 350άρες Kawasaki, Suzuki, Yamaha. Δίχρονες σκοτώστρες, τρελά γκάζια, αλλά φρένα ανύπαρκτα. Να θες να σταματήσεις και να μην γίνεται. Και όσο μεγάλωναν οι μηχανές μεγάλωναν οι σούζες και τα στοιχήματα. Υπήρχαν και οι Βoxer BMW που είχαν κάποιοι μπαμπάδες για τη δουλειά, και λίγες Triumph ή Norton για τους πιο ψαγμένους. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ήρθαν τα τέρατα: Kawasaki Z και οι τετράχρονες Honda CBX στα 400, 750 και 900cc.   
 
Οι κόντρες ήταν η καλύτερη στιγμή της ζωής των μηχανόβιων. Παράνομοι αγώνες σε δρόμους με κίνηση, με στοιχήματα από 100 δραχμές μέχρι ολόκληρες μηχανές. Στις δυτικές συνοικίες, οι πιο γνωστές «πίστες» ήταν οι ευθείες του Κηφισού στο Ροσινιόλ και στις Τρεις Γέφυρες, όπου οι Περιστεριώτες έπαιζαν κόντρα με Αιγαλιώτες ή Πειραιώτες. Οι κόντρες ξεκινούσαν μετά τα μεσάνυχτα, με πουσαρισμένες μηχανές – από παπάκια μέχρι 500άρια Kawasaki. 
 
  
Η χούντα 
 Την περίοδο εκείνη είχαμε κανονική χούντα, δηλαδή εξακριβώσεις, συλλήψεις, διανυκτέρευση στο τμήμα, ξύλο σε κάποιες περιπτώσεις. Δημιουργήθηκε έτσι και μια άλλη ομάδα παιδιών, που ως φοιτητές πια αποκτούσαν πολιτική συνείδηση και προσπαθούσαν να οργανωθούν ενάντια στους συνταγματάρχες και την «δημοκρατικοποίηση» του Μαρκεζίνη. Εμάς δεν μας «έπαιζαν», γιατί ήμασταν πιο μικροί. Ό,τι καταλαβαίναμε, το μαθαίναμε από μισόλογα των μεγαλύτερων αδερφών, ξαδέρφων ή θείων. Οι γονείς μας δεν μας έλεγαν πολλά, γιατί μάλλον ήθελαν να μας προστατέψουν και να μας κρατήσουν μακριά από κάποιο μπλέξιμο.  
Τότε, οι ροκάδες θεωρούνταν «αντεθνικοί» λόγω αμερικανικής επιρροής, με συλλήψεις για «ανήθικη εμφάνιση» – βλέπε μακριά μαλλιά. Από την άλλη, τους μηχανόβιους με τις κομμένες εξατμίσεις και τις παράνομες κόντρες τους κυνηγούσε συστηματικά η αστυνομία,  με τους μηχανόβιους  να ξεφεύγουν με ζιγκ-ζαγκ και σούζες στους ξεχαρβαλωμένους δρόμους του Περιστερίου. 
  
Τα στέκια και τα σινεμά 
 Στο Περιστέρι, που μεγάλωνε ραγδαία με τα καινούρια διαμερίσματα που αντικαθιστούσαν τα παλιά προσφυγικά πίσω από την Ευαγγελίστρια, οι ροκάδες και οι μηχανόβιοι μαζευόμασταν σε στέκια, όπως στο παρκάκι της Μέλισσας στον Αγιαντώνη, στην Παραγωγή και στον Μπενίση πίσω από την Ευαγγελίστρια, στο μπιλιαρδάδικο του Σεντόνα, στην πλατεία Γιαννάκου της Ανθούπολης ή στη Στάση του Μπουρναζίου. 
  
Βλέπαμε πολύ σινεμά. Στη «Λίτσα» της Π. Τσαλδάρη, στα «Άστρα» δίπλα στο πάρκο. Γύρω από την Ευαγγελίστρια στον «Φοίβο» (που λειτουργεί μέχρι σήμερα), στην «Κύπρο» κι απέναντι στην «Έλενα» και τη «Ριβιέρα». Επίσης στην «Οπτασία» πίσω από το Δημαρχείο, στην «Ανεμώνη» προς τη σχολή Αυγουλέα, στο «Ολύμπιον» και στην «Άβα» κοντά στο 11ο Γυμνάσιο. Στην Ανθούπολη, πέντε λεπτά από το σπίτι μου, υπήρχαν τα σινεμά «Ντιάνα», «Σεβίλλη» και «Ανθούπολη», όπου έβλεπα 3-4 ταινίες κάθε εβδομάδα. Μάλιστα κάποιοι μηχανόβιοι δούλευαν «σύγχρονη» μεταφέροντας μπομπίνες κινηματογραφικών ταινιών από τον ένα κινηματογράφο στο άλλο, ώστε να μην χρειάζονται να τυπώνονται για κάθε σινεμά πανάκριβες κόπιες προβολής. 
 
  
Μια ιστορία κι ένα τραγούδι 
 Σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Έζησα γεγονότα, πέρασα καλά, έσπασα τα μούτρα μου, άκουσα ιστορίες – άλλες αληθινές, άλλες φανταστικές, έκανα καλούς φίλους, έπαιξα τα τραγούδια που μου άρεσαν κι ανακάλυψα το σινεμά όχι σαν θεατής,  αλλά σαν δημιουργός. Κι όλα αυτά γέννησαν μια ιστορία και ένα τραγούδι. 

 Η ιστορία είναι ενός ναυτικού, παλιού μηχανόβιου. Στις αρχές του ’80, γυρίζει μετά από 20 χρόνια στα καράβια γιατί ο μικρός αδερφός του σκοτώθηκε σε μια κόντρα και ψάχνει να βρει τι έγινε. Φτιάχνει την παρατημένη BSA του ’39 και βγαίνει στον δρόμο. Μα τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Οι φίλοι άλλαξαν, τα κορίτσια παντρεύτηκαν, οι μηχανές έγιναν θηρία. Και αυτός είναι πια too old to rock’n’roll, too young to die.  
 
Αυτός ήταν ο σκελετός για το σενάριο της «ΠΟΛΗΣ» που «ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ». Έργο μυθοπλασίας μεν, αλλά τις περισσότερες «σκηνές» που το αποτελούν τις είδα ή τις άκουσα. Το τραγούδι είναι το «Άσε με να κάνω λάθος», που γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Χρειάστηκαν ένα κασετόφωνο, μια κασέτα και μια κιθάρα. Οι στίχοι και η μουσική γράφτηκαν σε 40 λεπτά συνεχόμενης ηχογράφησης, σε ένα κομμάτι που –ευτυχώς– βγήκε καλύτερο από τον δημιουργό του. 
 
 Όταν ήρθε η ώρα να γίνει ταινία, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ξεπέρασε την ιστορία του (κι έφαγε τεράστιο bulling για αυτό) και το ερμήνευσε με τρόπο που έγινε η φωνή χιλιάδων παιδιών. Παιδιών που το τραγούδησαν για να φωνάξουν σε γονείς, συντρόφους, θεσμούς, κόμματα, κοινωνία, το δικαίωμά τους στην αυτονομία, στην αντίσταση, στην περιέργεια της εξερεύνησης, την αντίθεση τους στην υπερπροστασία και στις εξαρτήσεις,  την αγάπη τους για τη ροκ μουσική. Και τέλος, την αποδοχή των συνεπειών από τα λάθη που ο καθένας μας πρέπει να κάνει.  
 
Η πλήρης εκδοχή είχε καμιά δεκαριά στίχους: κάποιους ολοκληρωμένους, άλλους μισοτελειωμένους, άλλους στα Σουαχίλι (αυτά που μουρμουρίζουμε οι τραγουδοποιοί όταν δεν εχουμε ξεκαθαρίσει ακόμα τους στίχους). Στο στούντιο το 1983, κρατήσαμε μονο πέντε, αυτούς που θεωρήσαμε ότι δένουν καλύτερα με το σενάριο της ΠΟΛΗΣ.  
 
Η συνέχεια επί της οθόνης… 
  
INFO Η «ΠΟΛΗ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ» προβάλλεται απόψε, στις 12 τα μεσάνυχτα, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1. Εισιτήρια μπορείτε να εξασφαλίσετε ηλεκτρονικά απευθείας εδώ: https://www.more.com/gr-el/tickets/cinema/31o-diethnes-festibal-kinimatografou-tis-athina
31ες Νύχτες Πρεμιέρας: Βραβεία Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος και Διεθνούς Διαγωνιστικού Ντοκιμαντέρ31ες Νύχτες Πρεμιέρας: Το πρόγραμμα του Σαββάτου 11 Οκτωβρίου