Ο ταξιτζής του Θανάση Βέγγου στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» που οδήγησε τον Χάρβεϊ Καϊτέλ μέχρι τα σύνοραείχε πει για την Ελλάδα πως «πεθαίνει σαν λαός, έκανε τον κύκλο της χιλιάδες χρόνια τώρα ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα». Προφητείες γραμμένες μέσα στο χιόνι, από εκείνες που όταν λιώσει, θα μείνουν εκεί για να υπενθυμίζουν πόσο καίριο παραμένει το έργο του. Ένα έργο που τιμήθηκε με δεκάδες βραβεία, ταξίδεψε από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερική, προβλήθηκε στο ΜΟΜΑ και στο Χάρβαρντ και επιχείρησε να ξεκλειδώσει την σχέση του Νεοέλληνα με την ιστορία του, ένα ιδιαίτερο κράμα πατριδογνωσίας και πίστης.
Λένε τόσοι για το πόσο μεγάλες και σιωπηλές είναι οι ταινίες του, πόσο αργά κινούνται τα πλάνα του και πως οι άνθρωποι μέσα σε αυτά είναι τόσο μικροί μπροστά στη φύση που τους καταπίνει, σαν να θέλει να τους κάνει για πάντα μέρος της Ιστορίας της. Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, αυτή η φύση, είναι μονάχα ο συνδετικός κρίκος για να μιλήσει ο Αγγελόπουλος για την πολιτική, την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας.
Με σύμβολα και διαλόγους που πολλές φορές επαναλαμβάνονται, με ήρωες επικούς και άλλους καθημερινούς, οι ταινίες του λειτουργούν σαν ένα μάθημα ιστορίας με διαφορετικά κεφάλαια, που αν τις δεις ολιστικά κάνουν εκείνο που έλεγε ο Γκοντάρ, πως για να γίνει μια ταινία χρειάζεται μια αρχή, μια μέση κι ένα τέλος χωρίς απαραίτητα αυτή τη σειρά.
Ο Αγγελόπουλος το πέτυχε αυτό γιατί δεν γνωρίζει μόνο την Ιστορία - οπότε ανακτεύει με άνεση την τράπουλα - αλλά κυρίως γιατί νοιάζεται για τους ανθρώπους. Ή μάλλον το πως οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία για να ζήσουν μέσα σε αυτή και από αυτή. Η εξέταση των ιστορικών μοτίβων του Αγγελόπουλου, από τις εποχές ακόμα όταν ο Μεγαλέξαντρος καβάλαγε σαν λήσταρχος το άλογό του, βρίσκει τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη και τον μετασχηματίζει ως καινούργιο.
«Τοπίο στην Ομίχλη»
Αν θελήσει κάποιος να κάνει ένα πρώτο βήμα στο έργο του Αγγελόπουλου, ας ανοίξει το κεφάλαιο που βρίσκεται ακριβώς στη μέση της φιλμογραφίας του. Το «Τοπίο στην Ομίχλη» από το 1988 είναι απλό στην μορφή του, ίσως η πιο αισιόδοξη ματιά του σε εκείνα τα ιδανικά που δεν υπάρχουν πια, σε έναν Έλληνα που μικρός ακόμα μπαίνει στα δύσκολα τσιμεντένια μονοπάτια της ενήλικης ζωής του.
Σαν σε παραμύθι, δυο μικρά αδέρφια ψάχνουν τρόπο να ταξιδέψουν στη Γερμανία για να συναντήσουν τον απόντα πατέρα τους. Ποιος είπε όμως πως ένα τέτοιο ταξίδι θα ήταν όμοιο με ένα επιτραπέζιο παιχνίδι όπου η κάθε ζαριά πρέπει να είναι καλά υπολογισμένη αλλιώς θα σε γυρίσει πίσω; Η Βούλα και ο Αλέξανδρος βλέπουν ένα δέντρο μέσα στην ομίχλη και το πλησιάζουν, οι άνθρωποι μαγεύονται από το χιόνι και στέκουν ακίνητοι για να το παρατηρήσουν, ένα χέρι σηκώνεται ψηλά στον ουρανό και τους προστατεύει. Ο Αγγελόπουλος φτιάχνει ένα αντίβαρο σε κάθε εμπόδιο που συναντάνε ως μια αισιόδοξη νότα, την οποία και παίζει η Καραΐνδρου στις παρτιτούρες της.
Σαν την Ελλάδα, αυτά τα παιδιά ψάχνουν τρόπο για να δραπετεύσουν, μα τα σύνορα μοιάζουν κλειστά. Μέσα στους δρόμους κυλάνε οι ψευδαισθήσεις μιας ζωής που δεν έχει έρθει, μα στο μυαλό τους μοιάζει ιδανική. Εκεί είναι που θα συναντηθούν οι πιο κομβικές ιστορίες της πρώιμης φιλμογραφίας του Αγγελόπουλου, η φόνισσα από την «Αναπαράσταση», όσα μέλη του «Θιάσου» έχουν απομείνει, το κορίτσι από τον «Μελισσοκόμο», σαν να λένε στα παιδιά να μη φοβούνται, κι αν μείνουν πίσω, θα έχουν εκείνους για συντροφιά.
Θα βρουν έναν φίλο κι ύστερα θα τον χάσουν, θα δουν ένα άλογο να πεθαίνει και η Βούλα θα γνωρίσει τον έρωτα στην πιο ασήμαντη μορφή του. Σαν όλα τα μοτίβα του Αγγελόπουλου, τα πριν και τα μετά να συναντώνται σε αυτή την ταινία, μια παιδική προσέγγιση σε έναν χάρτη σκονισμένο που του λείπουν κομμάτια.
«Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού»
Κι αν το «Τοπίο στην Ομίχλη» ήταν ένα πισωκοίταγμα στην «παιδική» ηλικία της Ελλάδας, το «Βλέμμα του Οδυσσέα» είναι το πιο αυθεντικό γράμμα στο ίδιο το σινεμά. Εκεί ένας ανώνυμος άνδρας θα σηκώσει όλη την Ελλάδα σαν άλλος Τιτάνας, για να βρει στις παρυφές των Βαλκανίων το πρώτο βλέμμα που αποτυπώθηκε στο σινεμά από τα αδέρφια Μανάκια, τα αδέρφια που «δεν τους ένοιαζαν τα πολιτικά και δεν είχαν φίλους κι εχθρούς, αλλά τους ένοιαζαν οι άνθρωποι».
Με σεναριακό συνοδοιπόρο τον Θανάση Βαλτινό ή τον Τονίνο Γκέρα, με «προϋπηρεσία» στον Φελίνι και τον Αντονιόνι, με την Ελένη Καραΐνδρου στο πλάι, και με συνεργασίες που μετρούν από τον Μάνο Κατράκη και την Μαίρη Χρονοπούλου μέχρι τον Μπρούνο Γκανζ, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, τη Ζαν Μορό, τον Μισέλ Πικολί, τον Γουίλεμ Νταφό, τον Στράτο Τζώρτζογλου, την Ελένη Γερασιμίδου, τον Έρλαντ Γιόζεφσον, την Ιρέν Ζακόμπ και τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, το πλάνο του Αγγελόπουλου χώρεσε μέσα του πολλά σύνορα και είδε το «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» να τιμάται με Χρυσό Φοίνικα από τα χέρια του Μάρτιν Σκορσέζε.
Ένας περιπλανώμενος θίασος, ένας ποιητής που θέλει να πετάξει, το κεφάλι του Λένιν μέσα σε μια υγρή πομπή, ένα παιδί των φαναριών που όλο τρέχει, απλωμένα άσπρα σεντόνια δίπλα στα τρένα, άνθρωποι με κίτρινα αδιάβροχα πάνω σε ποδήλατα, ένα αγαλματένιο χέρι που πετάει πάνω από τη Θεσσαλονίκη, το τρίτο φτερό που ψάχνει ένας άγγελος, ένας γάμος σε ένα ποτάμι, ένα πουλόβερ που ξηλώνεται και το ακορντεόν της Ελένης Καραΐνδρου.
Αν θελήσει κανείς να περιγράψει τη φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου θα βρει σκόπελους σαν κλειστά γράμματα, αλλά θα βρει και μηνύματα ξεκάθαρα που είναι εκεί μπροστά του. Κι αν κανείς προσπαθήσει να ξεκλειδώσει αυτά τα μηνύματα, ένα φαίνεται να διαπερνά όλη την δική του φιλοσοφία. «Οι μέρες με ομίχλη είναι μέρες γιορτής» έλεγε ο Ίβο, εκείνος ο άνδρας που αρχειοθετούσε τις ταινίες των αδερφών Μανάκια όταν τον βρήκε ο Καϊτέλ, και ήταν όντως μέσα στην ομίχλη που ο Αγγελόπουλος έβρισκε χώρο για τους δικούς του ήρωες.
Θα φύγει το 2012, απρόσμενα στα γυρίσματα της τελευταίας του - και ανολοκλήρωτης - ταινίας του, «Μια Άλλη Θάλασσα».