Υπάρχουν - και για ποιον δεν υπάρχουν; - πράγματα να προσάψεις στο σινεμά του Τομ Φορντ. Είναι και λίγο εύκολος στόχος εάν κάποιος θέλει να χτυπήσει κάτω από τη μέση, συνδυάζοντας την εύλογη σύνδεση των ταινιών του με το ένστικτο του υψηλού μόδιστρου που αδυνατεί να μην είναι κομψός σε κάθε του κίνηση. Δεν θα το κάνουμε. Το Nocturnal Animals ήταν μια μεγάλη πρόοδος σε σχέση με το A Single Man, που στο κάτω-κάτω δεν ήταν και καμμία θηριωδία, αντίθετα έχει μια καλά κρυμμένη δική του καρδιά.
Όμως αυτό που ψήνει περισσότερο είναι η αποφασιστικότητά του, είναι το ότι αυτό που θέλει να κάνει δεν του το εγγυάται κανείς, αντιθέτως η βιομηχανία είναι εξαιρετικά εχθρική προς αυτό που σχεδιάζει. Έτσι (τυμπανοκρουσία) θα αυτοχρηματοδοτήσει το προσεχές του έργο, μιας και όπως θα περίμενε κανείς οι διαπραγματεύσεις του με τα στούντιο, αυτό το συνονθύλευμα χαρτογιακάδων που δεν βλέπουν πέρα από τις λέξεις «πρώτο τριήμερο», αστόχησαν.
Κι όμως το πλάνο ακούγεται θαυμάσιο. Θα μεταφέρει το «Cry to Heaven» της Ανν Ράις. Θα είναι τοποθετημένο στην Βενετία του 18ου αιώνα (ω Θεοί πόση κομψότητα επίκειται) και θα καταπιάνεται με έναν Βενετσιάνο ευγενή και ένα Καλαβρέζο καστράτο που προσπαθούν να εισέλθουν επιτυχώς στον κόσμο της όπερας. (Μπορείτε να φανταστείτε το τσότσο του 35χρονου executive στην Paramount, λόγου χάρη, ακούγοντας αυτή την υπόθεση;)
Το καστ ακούγεται, και είναι, εντυπωσιακό. Νίκολας Χουλτ, Άαρον Τειλορ-Τζόνσον, Κιάραν Χιντς, Μαρκ Στρονγκ, Κόλιν Φερθ, Πολ Μπέτανι, Όουεν Κούπερ (ο μικρός της «Εφηβείας»), Χάντερ Σάφερ, Θάντιγουι Νιούτον, Τζορτζ ΜακΚέι, Αντέλ (!) - στο ντεμπούτο της (ας ελπίσουμε να μην τραγουδά έτσι στην Βενετία του 18ου αιώνα). Μιλάμε για επιτελείο και, γιατί να το κρύψουμε άλλωστε, με Χιντς και Στρονγκ η ταινία ξεκινά από τα τρία αστεράκια.
Η ταινία βρίσκεται σε προ-παραγωγή στο Λονδίνο και την Ρώμη, με σχεδιασμό εκκίνησης γυρισμάτων στα μέσα Ιανουαρίου και θεωρητική διανομή το φθινόπωρο του 2026.
Με όλες μας τις ευχές, μακάρι να του βγει.




