Είναι δυστύχημα που την έχουμε δεδομένη τη Τζόντι Φόστερ. Βλέποντας την πρώτη της σκηνή στην τελευταία σεζόν του «Τrue Detective», για παράδειγμα, τον τρόπο που μπουκάρει – αγοραίο, μα το σωστό λήμμα- μέσα στο κάδρο και πώς επιβάλλεται εντός του, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πραγματικά μετρημένοι στα δάχτυλα οι ηθοποιοί που μπορούν να πετύχουν κάτι αντίστοιχο σήμερα. Μέσα στον εικοστό πρώτο αιώνα, η δις οσκαρούχος Φόστερ θα έπρεπε να είχε ρόλους και φιλμογραφία ανάλογη της Κέιτ Μπλάνσετ, αλλά δεν μπόρεσε να τους βρει. Ας μην ξεχνάμε ότι εργάζεται από παιδί, πάνω από πέντε δεκαετίες πια, συνεπώς, για τα μάτια της βιομηχανίας, ανήκει στην κατηγορία των βετεράνων.
Ένα άλλο προσόν της ηθοποιού είναι ότι μιλά γαλλικά με άπταιστη προφορά – στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ «Mr. Scorsese» την είδαμε να αναλαμβάνει αυτή εξ’ολοκλήρου το promo του «Ταξιτζή» στο Φεστιβάλ Καννών, αν και ακόμα έφηβη. Μολαταύτα, μέχρι πρότινος είχε παίξει μόλις μια φορά στα γαλλικά, σε ένα πέρασμα από τους «Ατέλειωτους Αρραβώνες» του Ζαν-Πιερ Ζενέ. Στο «Vie Privee» της Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι, εξαιρουμένου ενός ελάχιστου ποσοστού διαλόγων, μιλά εξ’ολοκλήρου γαλλικά και σηκώνει όλη την ταινία στις πλάτες της.
Η Φόστερ υποδύεται μια ψυχολόγο, κάπως δογματική, ολίγον άτεγκτη, αποκομμένη από τα συναισθήματά της, που πληροφορείται για την αυτοκτονία μιας ασθενούς της. Ο σύζυγός της αποθανούσας την κατηγορεί γιατί δεν είδε τα σημάδια, η κόρη τής βάζει φυτιλιές, εκείνη αρχίζει να υποψιάζεται πως κάποιος τη σκότωσε. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της διαρκώς, μα δεν νιώθει τίποτα, είναι απλώς ένα τικ, όπως θα την ενημερώσει ο οφθαλμίατρος (και πρώην σύντροφος) Ντανιέλ Οτέιγ, που θα την ακολουθήσει σ’αυτό το εμμονικό κυνήγι ανακάλυψης της αλήθειας. Κι ενώ όλα τα συστατικά για ένα αβαρές, απολαυστικό whodunit είναι εκεί, η Ζλοτόφσκι γύρω στο ημίωρο επιχειρεί έναν ελιγμό πνευματικής υφής, η ίντριγκα γίνεται ψυχαναλυτική, και η ταινία αμφιταλαντεύεται μεταξύ εξωστρεφούς ελαφρότητας και arthouse ενδοσκόπησης, δίχως να εντοπίζει ποτέ την χρυσή ισορροπία.
Αν δεν υπήρχε η Φόστερ, με μια ερμηνεία που συμαζεύει τα ασυμμάζευτα και παραμένει προσηλωμένη και ομοιογενής από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό, τόσο στις σκηνές που απαιτείται δραματικό άχθος, όσο κι εκεί που χρειάζεται επιστράτευση κωμικού ενστίκτου, η Ζλοτόφσκι θα είχε προσθέσει ακόμα μια πολύ μεγάλη απογοήτευση στη φιλμογραφία της. Το βασικό κέρδος, όμως, είναι ότι αυτή η γαλλική μετάβαση της Φόστερ, ενδέχεται να φέρει κι άλλες γαλλόφωνες εξορμήσεις για την ηθοποιό, σε ρόλους ζουμερούς και σε ταινίες αξιώσεων που δεν βρίσκει στο Χόλιγουντ. Και, διαόλε, πρέπει να συμβεί, έχει τόσα πολλά να δώσει ακόμα.





