Είναι ή όχι κλεμμένος ο «Κυνόδοντας» από το μεξικανικό «Κάστρο της Αγνότητας», του Αρτούρο Ριπστάιν που βγαίνει και πάλι στις αίθουσες; Και το κυριότερο: πόσο χρήσιμο είναι να ασχολείται κανείς με τέτοιου είδους ερωτήματα;
Οι εκούσιες ή ακούσιες ομοιότητες των ταινιών «Κάστρο της Αγνότητας» του Αρτούρο Ριπστάιν και «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου -που έρχονται ξανά στην δημοσιότητα με την επανέκδοση της πρώτης- δεν είναι παρά μια τεράστια φούσκα. Φούσκα είναι και οι αστυνομικο-κινηματογραφικές έρευνες, που υποτίθεται ότι θα αποδείκνυαν την λογοκλοπή.
Είναι, εξάλλου, τόσο δύσκολο κι ακόμη πιο ανούσιο, να προσπαθεί να αποδείξει κανείς το αυταπόδεικτο: ότι δηλαδή δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη κι ότι τα, κάθε μορφής, καλλιτεχνικά δάνεια είναι η βάση της δημιουργίας.
Θυμίζουμε πάντως ότι το θέμα έσκασε μύτη λίγο μετά τον θρίαμβο του «Κυνόδοντα» στο Ένα Κάποιο Βλέμμα των Καννών με ένα ανώνυμο μέιλ. Ο αποστολέας του- αναμφίβολα μέλος της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας- έστειλε στους πάντες μια ανοιχτή καταγγελία εναντίον του Λάνθιμου, υποστηρίζοντας ότι η ιδέα, αλλά και η δομή του «Κυνόδοντα» ήταν κλεμμένες από την ταινία του Ριπστάιν. Παρέθετε μάλιστα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις δυο ταινίες προσπαθώντας να στηρίξει τα επιχειρήματά του.
Ακολούθησαν, εδώ κι εκεί, κάποια άρθρα που έριχναν λάδι στη φωτιά. Οσοι φρόντισαν τότε να δουν την ταινία (κατεβασμένη ή αγορασμένη) χωρίστηκαν σε δύο, ολιγομελή, στρατόπεδα για να υποστηρίξουν, στο διαδίκτυο ή στα μπαράκια του κέντρο, την αλήθεια τους.
Λες και η αλήθεια έχει ανάγκη από διαχωρισμούς και δεν μπορεί να μοιραστεί- λίγη από εδώ, λίγη από εκεί.
Κανείς δηλαδή δεν σκέφτηκε το απλούστατο: ναι μπορεί και να την είδε την ταινία του Ριπστάιν ο Λάνθιμος και να εμπνεύστηκε από αυτήν, so what! Άλλου είδους ταινία το «Κάστρο» κι άλλου είδους ο «Κυνόδοντας».
Πολύ γρήγορα πάντως κατέβηκαν και οι σκηνές από το διαδίκτυο, με παρέμβαση της εταιρείας παραγωγής του «Κυνόδοντα» και το θέμα άρχισε να ξεχνιέται για να επανέλθει σήμερα, λίγες μέρες μετά την απονομή των Οσκαρ.
Αναμφίβολα είναι μια στιγμή αδυναμίας για τον «Κυνόδοντα» -δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται- και όσοι σιωπούσαν όλο αυτόν τον καιρό μπορούν τώρα άνετα να επιβεβαιώσουν την άποψή τους κόντρα στην ταινία του Λάνθιμου.
Μ’ αυτόν τον τρόπο μια παλιά μεξικανική ταινία μπορεί να κάνει τα διπλά εισιτήρια από αυτά που θα ήλπιζε αν έβγαινε έξω από το συγκεκριμένο κουτσομπολίστικο πλαίσιο. (κρίμα όμως για τον Ριπστάιν διότι η ταινία του είναι εξόχως ενδιαφέρουσα και δεν της αξίζει τέτοια μεταχείριση)
Οσο για τον «Κυνόδοντα», αυτός δεν έπαψε να κυκλοφορεί –και στις αίθουσες και σε DVD- κι ο καθένας μπορεί να τον δει και να τον κρίνει.
Oρέστης Ανδρεαδάκης