Δεν πρέπει να υπάρχει συνειδητοποιημένος σινεφίλ, υπό την έννοια και του μελετητή, που να μην έχει ψηλά στα τεφτέρια των σύγχρονων οπερατέρ τον Ντικ Πόουπ. Ο Άγγλος έχει ιστορία τόσο με την έννοια των τίτλων που έχει υπογράψει, όσο και με την άρρηκτη σχέση με έναν δημιουργό (τον Μάικ Λι), με το τελευταίο να είναι πάντα το εισιτήριο της δόξας για το, μάλλον υποτιμημένο, έργο του οπερατέρ.
Ο Πόουπ ξεκίνησε από χαμηλά και διένυσε όλο το δρόμο μέχρι την καταξίωση - που είναι οι συνεργασίες και τα έργα, όχι τα βραβεία. Ατυχώς ανανγωρίστηκε μόλις δύο φορές από την Ακαδημία με υποψηφιότητες (για τo «Illusionist» και τον «Κύριο Τέρνερ»), με το τελευταίο να συνιστά πραγματικό ψηφιακό επίτευγμα.
Εργάστηκε για την τηλεόραση, τα μουσικά βίντεο (εκπληκτική καριέρα από Iron Maiden και Madness μέχρι Soft Cell και Queen!) και φυσικά το μεγάλο μήκος. Ξεκίνησε κινηματογραφικά στη μυθοπλασία όντας second unit στον Ρότζερ Ντίκινς του «1984» (του Μάικλ Ράντφορντ) και εκκίνησε μια σχέση ζωής με τον Λι στο «Life is Sweet» του 1990, χρονιά που τον μάθαμε κάποιοι από αυτό το έξοχο «Διάφανο Δέρμα» του Φιλ Ρίντλεϊ.
'Εκτοτε τι να πεις παρά να παραθέσεις τίτλους, έξω από Λι («Naked», «Topsy Turvy», «Peterloo», ενδεικτικά) αλλά και αγαπημένα που δεν έμειναν στο συνειδητό της εποχής τους, είτε αυτά είναι μια «Ώρα των Όπλων» (Κρίστοφερ ΜακΚουόρι), ένα «Honeydripper» (Τζον Σέιλς) ή ένα «Motherless Brooklyn» (Έντουαρντ Νόρτον). O Ντικ Πόουπ είχε στυλ σε κοιτάσματα, μπορούσε να κάνει μια πολύ χαμηλού προϋπολογισμού ταινία να φαίνεται πανάκριβη, δόξαζε αντί να ωραιοποιεί τουε λαϊκούς χαρακτήρες του Λι (θα το ξαναδούμε φέτος αυτό, σίγουρα) και κατάφερνε να χαρίσει εικαστικό ενδιαφέρον σε περιβάλλοντα που δεν εκτείνονται σε τέτοιες αστικότητες συνήθως αλλά για χάρη της τέχνης, συχνά, το χρειάζονται.
Θα μας λείψει.