Αυτό το σινεμά έκανε κάποτε ο Τζον Κασαβέτης: Στις πιο κοινότοπες γωνιές των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, σε μουντά προάστια, σε άχρωμες συνοικίες, σε μικροαστικά σπίτια, παρηκμασμένα νυχτερινά κέντρα και θλιμμένα μπαρ, εκεί που διασκεδάζουν την απελπισία τους όσοι ουδέποτε μπόρεσαν να ανήκουν κάπου, όποιοι ποτέ δεν είδαν να τους χαμογελά η τύχη. Οι ταινίες του γίνονταν καταφύγιο για όλα τα ανθρώπινα απομεινάρια μιας ελάχιστα ελκυστικής και μη προνομιούχας Αμερικής. Μιλούσαν τη γλώσσα των ανώνυμων παρείσακτων. Περνούσαν παρηγορητικά τον χρόνο τους μαζί τους.
Αυτό το σινεμά έκανε κάποτε ο Τζον Κασαβέτης, Αυτό το σινεμά επιθυμεί να κάνει τώρα ο Σον Μπέικερ. Όσο κι αν δεν γίνεται αντιληπτό εξαρχής, η μέχρι τώρα φιλμογραφία του χαρισματικού δημιουργού μπορεί να μοιάζει πιο ποπ και ίσως πιο φανταχτερή, χωρίς το δραματικό βάρος των ταινιών του Κασαβέτη, στην ουσία όμως αντιμετωπίζει τις ιστορίες και τους ήρωές της με την ίδια ανήσυχη κάμερα που είχε ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, το ίδιο βλέμμα που διαπερνούσε τα φτηνά ρούχα των λούμπεν για να κοιτάζει βαθιά μέσα τους, την ίδια προσγειωμένη αντίληψη του τι σημαίνει να ζεις άφραγκος και άπελπις σε μια πόλη που δεν νοιάζεται για σένα.
Με το «Anora» ο Σον Μπέικερ ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά του σε ακόμη μία παρία του αμερικανικού ονείρου: μια σπιρτόζικη και μπριόζα σεξεργάτρια που καταλήγει πρωταγωνίστρια (και θύμα) στο δικό της παραμύθι όταν γνωρίζει τον πρίγκηπα των ονείρων της στο πρόσωπο ενός κακομαθημένου 20χρονου πλουσιόπαιδου, γόνου ενός Ρώσου ολιγάρχη, το οποίο βρίσκεται για σύντομη παραμονή στις Ηνωμένες Πολιτείες και θέλει να το ρίξει έξω και να παρτάρει ασύστολα με τα λεφτά του μπαμπά.
Ο νεαρός γνωρίζει την Ανόρα στο μαγαζί όπου δουλεύει ως στρίπερ, την φιλοξενεί στην πολυτελή έπαυλή του, ξεσπαθώνει τις ασυμμάζευτες ερωτικές ορμές του μαζί της και σε έναν παροξυσμό αλκοόλ, νεανικών ορμονών και ξεκάθαρης ανωριμότητας την κάνει γυναίκα του, με έναν βιαστικό γάμο στο Λας Βέγκας. Η Ανόρα εγκαταλείπει τη δουλειά της προκειμένου να αφοσιωθεί στον «σωτήρα» που προθυμοποιήθηκε να την απαλλάξει από τη μιζέρια της και πιάνει τον εαυτό της να χαζεύει συχνά και με περηφάνια το πολλών καρατιών δαχτυλίδι που φοράει πλέον στο χέρι της. Όταν μαθαίνουν όμως οι γονείς για τα καμώματα του ανεύθυνου γιόκα τους, κανονίζουν ένα ταξίδι-αστραπή στις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να τον πάρουν μαζί τους πίσω στη Ρωσία, να τον βάλουν στον σωστό δρόμο και βέβαια να διαλύσουν έναν γάμο που ξέρουν ότι έγινε ξεκάθαρα από αφέλεια και παρόρμηση.
Ένας τραχύς συνδυασμός του παραμυθιού της «Σταχτοπούτας» και του «Pretty Woman», χωρίς τον εξιδανικευμένο ρομαντισμό της πρώτης και δίχως το χολιγουντιανό λούστρο της δεύτερης
Στο μέσο ενός κωμικοτραγικού τραγέλαφου που εξαπολύεται ξαφνικά, και τον οποίο ο Μπέικερ αναπαριστά με τον δέοντα χαοτικό τρόπο στην οθόνη, η Ανόρα βρίσκεται ολομόναχη και σαστισμένη, περιτριγυρισμένη από τα πρωτοπαλίκαρα του Ρώσου μεγιστάνα που την αντιμετωπίζουν ως τίποτα περισσότερο από μια καιροσκόπο βίζιτα. Δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ο πρίγκηπάς της είναι διατεθειμένος να της γυρίσει την πλάτη για το χατίρι της μαμάς και του μπαμπά και αδυνατεί να δεχτεί ότι πρόκειται να βρεθεί σύντομα διωγμένη κακήν κακώς από το παλάτι της προσωπικής της ευτυχίας. Πώς μπορεί, ωστόσο, να υψώσει το ανάστημά της απέναντι σε μια τάξη πραγμάτων η οποία δεν χαρίζεται σε ανθρώπους όπως εκείνη;
Ο Σον Μπέικερ συστήνει στο πρόσωπο της ηθοποιού Μάικι Μάντισον μια ζωηρή και αξιαγάπητη ηρωίδα, με τσαγανό και επίγνωση του πλήρως εμπορευματοποιημένου κόσμου στον οποίο ζει. Και όταν η σπαρταριστή κωμωδία καταστάσεων απειλεί να ξεφύγει από τον έλεγχο, στη διάρκεια μιας εκτενούς νυχτερινής περιπλάνησης με φόντο το χειμωνιάτικο Κόνι Άιλαντ, ή δείχνει να γλυκοκοιτάζει προς το μέρος της φάρσας, η Μάντισον και μαζί της ο Μπέικερ την προικίζουν με μια μελαγχολία και μια ματαιότητα οι οποίες την ανυψώνουν.
Η «Anora» είναι ένας τραχύς συνδυασμός του παραμυθιού της «Σταχτοπούτας» και του «Pretty Woman», χωρίς τον εξιδανικευμένο ρομαντισμό της πρώτης και δίχως το χολιγουντιανό λούστρο της δεύτερης. Έχει τον δικό της ατίθασο χαρακτήρα, την απολαυστική αθυροστομία της, συνεννοείται με τη λαϊκή γλώσσα του περιθωρίου και πρωτίστως ξέρει να μην πιστεύει στους ρομαντικούς μύθους, όσο παντοτινοί κι αν είναι. Είναι τόσο καλόκαρδη η ταινία, όμως, τόσο προστατευτική απέναντι στην ηρωίδα της, αλλά και τόσο προσγειωμένη στους αδυσώπητους νόμους της σύγχρονης πραγματικότητας, ώστε ραγίζει την καρδιά την ίδια στιγμή που φροντίζει να μη χάνει το χιούμορ και την γαργαλιστική της διάθεση.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, η «Anora» γίνεται μια πειραγμένη σκρούμπολ κομεντί κοινωνικών ανισοτήτων και τσακισμένων ονείρων και ταυτόχρονα ένα love story της συμφοράς που σταδιακά μετατρέπεται σε εμπειρία αυτογνωσίας και μάθημα ζωής για μια γυναίκα που ήθελε τόσο πολύ να πιστέψει σε κάτι καλύτερο.