Διερωτάται ακαδημαϊκά το Variety περί των λόγων που οδηγούν ένα στούντιο όπως η Warner, με την ιστορία της σχέσης της με τους δημιουργούς δηλαδή, να αντιμετωπίζει έτσι τον θρυλικότερο ζώντα του Χόλιγουντ - και μαζί την πιο κλασική της συνεργασία - και μια από τις πιο προσοδοφόρες - στα τελευταία 50+ χρόνια.
Η απάντηση, αν πρέπει να συνοψίζεται σε μια ατάκα, είναι αυτό που είπε ο Ντέιβιντ Ζάσλαβ, νυν CEO της εταιρείας με το που ανέλαβε για το «Cry Macho», το οποίο βγήκε εν μέσω πανδημίας και ταυτόχρονα με την πλατφόρμα και απογοήτευσε εισπρακτικά: «Δεν είναι show φίλοι, είναι show business», είπε ρωτώντας γιατί το έβγαλαν στις αίθουσες αφού ήξεραν ότι δεν θα βγάλει τα λεφτά του.
Αυτό είναι η κορυφή και μαζί το σώμα του παγόβουνου, από μια πλευρά. Οι τύχες της βιομηχανία εναποτίθενται σε κερδοσκόπους χαρτογιακάδες που κάνουν τους επικεφαλής-θρύλους παλαιότερων ετών να φαίνονται μαικήνες τέχνης. Από μια άλλη πλευρά ωστόσο το πρόβλημα είναι πιο συστημικό, αφού είναι ερώτημα κοινής λογικής το που θα έφτανε η βιομηχανία που ανέβασε τόσο τις τιμές της, ταΐζοντας σωρηδόν ταινίες-λευκούς ελέφαντες, αντί να φροντίζει για ένα οικοσύστημα (και) φθηνότερων ταινιών για όλα τα γούστα/είδη διανομής, αφού δεν προσπάθησε να ελέγξει την υπερπληθώρα παραγωγών (που φυσιολογικά δεν βρίσκουν τον χρόνο τους στην αίθουσα, δεν προλαβαίνουν), καταργώντας έτσι το word of mouth ως τρόπο ζωής μιας ταινίας και αντικαθιστώντας τον με τον δολαριοβόρο, σκληρά καπιταλιστικό σύστημα του «πρώτου τριημέρου» υπό το οποίο ζουν και πεθαίνουν οι ταινίες. (Υπάρχει άραγε καλύτερος συμβολισμός της μετατροπής μιας αιώνιας τέχνης σε παροδικό γεγονός, όταν η ζωή μιας ταινίας στις αίθουσες μετατρέπεται σε μια τριήμερη ανάσα;). Μετά αρχίζουν τα ερωτήματα της οικονομικής απληστίας, του γρήγορου πλουτισμού και των πολιτισμικών επιλογών, που έκαναν να συμπέσει μια πανδημία και η άνοδος της πλατφόρμας.
Τέλος πάντων, αυτά ακούγονται -και από μια πλευρά είναι- ρομαντικοί επιθανάτιοι ρόγχοι ανθρώπων που απλά διαπιστώνουν την παρακμή μιας αλλοτινής βιομηχανίας ονείρων, η οποία εν σπέρματι βέβαια περιείχε την μελλοντική αυτοκαταστροφή της, αλλά ίσως δεν περίμενε κανείς να εξελιχθεί τόσο γρήγορα. Μια πανδημία φρόντισε να επιταχυνθεί ένα γεγονός, λιγότερα από πέντε χρόνια ήταν αρκετά.
Τώρα μένουν μόνο τα φαινόμενα και το Juror #2 είναι ένα από αυτά. Και η απορία του Variety δεν είναι παρά ένας ακόμα ρομαντισμός - ακόμα κι αν προέρχεται από την έκδοση της βιομηχανίας, που πλέον όμως δεν έχει την αλλοτινή της ισχύ. Η ίσως τελευταία ταινία του Ίστγουντ θα κλείσει θριαμβευτικά το φεστιβάλ του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου την Κυριακή, κι εν συνεχεία θα πεταχτεί σε ελάχιστες αίθουσες των ΗΠΑ από το στούντιο. Η ταινία θα παίξει σε κάποιες μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές (Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία), πιθανά για ελάχιστο χρόνο, θα είναι νομότυπη ως προς τις οσκαρικές της υποχρεώσεις (αν και η Warner την αψηφά εντελώς στις οσκαρικές διαφημίσεις της) και μετά, όπως κάθε άξια ταινία άξιων θεατών θα πάρει με τον καιρό την γαλήνια θέση της στις καρδιές μας. Έτσι κι αλλιώς δημιουργοί όπως ο Κλιντ Ίστγουντ (και πολλοί άλλοι βέβαια) γι' αυτό τις κάνουν.
Το εμπεριστατωμένο, μα ρητορικό τελικά, άρθρο του Variety βρίσκεται εδώ.