Η πρώτη κριτική εντύπωση που συνάγεται - στα γνωστά site που βάζουν τις απόψεις στο ζύγι - δεν είναι αποθεωτική, ωστόσο αυτό δεν αφορά στην δουλειά της Τζολί. Όχι άμεσα τουλάχιστον, αφού οι βασικές «κατηγορίες» κινούνται περί το πόσο αγιογραφικό ή δραματικά άδειο είναι το φιλμ, κάτι που βέβαια ενδιαφέρει και την ηθοποιό αλλά «σώζεται» από την δημιουργική στρατηγική πίσω από τον ρόλο αυτό, η οποία και θα εισπράξει (από πλευράς κριτικής) τις όποιες ευθύνες της.
Είναι βέβαια πολύ νωρίς. Καθένας από εμάς ξέρει πόσο βάρος έχουν οι κριτικές ενός φεστιβάλ. Μεγάλο στην πρώτη εντύπωση, λιγότερο σημαντικό στην δυναμική πνευματική θέση ενός έργου φύσει αμφιλεγόμενου. Μιλώντας για την πρώτη εντύπωση ενδιαφέρον οπωσδήποτε το πόσο καρφωτά το Netflix μπήκε στην συζήτηση αγοράζοντας την ταινία που ήταν βέβαια μια από τις καυτές υποθέσεις στην Αγορά. Ελπίζουμε πάντως σε αιθουσιακή προβολή, οτιδήποτε περί Κάλλας δεν το βλέπεις στον καναπέ. (Οκ εκτός αν σκηνοθετεί την ταινία ο Τζεφιρέλι.)
Στην συνέντευξη Τύπου μια αρχοντική Τζολί ρωτήθηκε για πολλά. Για τα Όσκαρ, για την αυταπόδεικτη δυσκολία ενός τέτοιου ρόλου, για τα δικά της...μουσικά γούστα (αλήθεια, ναι) και βέβαια, λίαν ανάρμοστα, για την ταύτιση που ενδεχομένως ένοιωσε στο επίπεδο της μοναξιάς, της δικής της προσωπικής ζωής ως σύγχρονης ντίβας που καταδιώκεται από τους παπαράτσι. Κίτρινα πράγματα ως επί το πλείστον δηλαδή, στο φως μάλιστα του γεγονότος ότι ο Μπραντ Πιτ είναι κι αυτός με ταινία του στην Μόστρα, εν μέσω μάλιστα δικαστικής διαμάχης οι δυο τους. Να τελειώσουμε με αυτό το τελευταίο, η Τζολί ελίχθηκε άψογα λέγοντας ότι «μοιράζεται την ευαλωτότητα και όχι πολλά παραπάνω», ξεκόβοντας με ένα «είναι πολλές ερωτήσεις που δεν θα απαντήσω, τις πιο πολλές απαντήσεις μάλιστα τις γνωρίζετε ή μπορείτε να τις συμπεράνετε». Άψογη, ξανά.
Αυτό όμως που είχε σημασία γι' αυτήν, ερμηνεύοντας μάλιστα τον ορισμό της Ντίβας που δεν είχε πάντοτε αρμονική σχέση με τους κριτικούς της δουλειάς της, είναι ο στόχος της παίζοντας την Κάλλας: «Για μένα ο πήχης είναι οι λάτρεις της Μαρία Κάλλας και όσοι αγαπούν την όπερα. Ο φόβος μου θα ήταν να μην τους απογοητεύσω. Φυσικά με απασχολεί και το μέρος της δουλειάς μου και οι αντιδράσεις προς αυτήν. Όμως στην καρδιά μου νοιάστηκα για εκείνη και δεν θα ήθελα ποτέ να απογοητεύσω όσους την αγαπούν και συνθέτουν την κληρονομιά της, Δεν θα ήθελα ποτέ να ζημιώσω αυτή τη γυναίκα».
Αφ' ότου απάντησε πράγματα που ήδη συμπεραίνουμε περί της νευρικότητάς της με την τραγουδιστική πλευρά του ρόλου, ερωτήθηκε για τα μουσικά της γούστα, ναι της αρέσουν ακόμα οι Clash αλλά βελτιώνεται σταδιακά στρεφόμενη μεγαλώνοντας προς την κλασική μουσική και την όπερα, την οποία εκθειάζει για την «μεγαλειότητα του αισθήματος που φωλιάζει στους ήχους της. Και το αίσθημα αυτό θα συγκινούσε όλους μας αν την ακούγαμε, θα ήταν ο μόνος ήχος που θα μπορούσε να εξηγήσει για λογαριασμό μας ένα αίσθημα πόνου.»
Ο Λαραΐν παρεμβάλλει εδώ μια ενδιαφέρουσα σκέψη στην συνέντευξη: «Οι πιο πολλές ιστορίες που τραγούδησε η Κάλλας ήταν τραγικές και το 90% περιελέμβανε θάνατο στη σκηνή. Πώς κάνουμε ταινία για έναν χαρακτήρα που σταδιακά μετασχηματίζεται στην σύνθεση των τραγωδιων που τραγούδησε;» Μια καλή ερώτηση-απάντηση προς μια κριτική, νομίζω του Variety, που βλέπει «υπέρμετρο φαταλισμό» στην ταινία.
Εν συνεχεία η ταινία θα οδεύσει προς ΗΠΑ μεριά με φθινοπωρινά φεστιβάλ να περιμένουν ανυπόμονα, αφήστε που υπάρχει και σκηνοθεσία της Τζολί («Without Blood», με την Σάλμα Χάγιεκ) που αναμένεται στο φεστιβάλ του Τορόντο. Είναι σαφώς και η χρονιά της φέτος, ανεξάρτητα από βραβεύσεις και λογιών αντιδράσεις, κάτι που σπάνια λέμε πια μιας και δεν πασχίζει για διαρκή παρουσία στα κινηματογραφικά πράγματα: Όχι ότι δεν της έλειψε: «Χρειαζόμουν να είμαι σπίτι με την οικογένειά μου τα τελευταία χρόνια, Στην διάρκεια αυτών των ετών αισθάνθηκα μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη και θέληση να είμαι απλώς καλλιτέχνιδα, ανάμεσά σας σε αυτόν τον δημιουργικό κόσμο στον οποίον είμαστε όλοι τυχεροί που συμμετέχουμε. Είμαι ευγνώμων να είμαι καλλιτέχνιδα με όποιον τρόπο», είπε.