Kόκκινος Ουρανός
Afire

Ένα ανατρεπτικό ρομερικό καλοκαίρι από τον Κρίστιαν Πέτζολντ, με έναν ήρωα απρόθυμό να πραγματώσει το καλοκαιρινό ιδανικό εκείνων του Ρομέρ κι ας υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.
Ο Κρίστιαν Πέτζολντ, ίσως ο κορυφαίος Γερμανός σκηνοθέτης της εποχής μας, μας συστήθηκε ξανά με την «Undine» ως δημιουργός ατμόσφαιρας και τόνου. Με τη νέα του ταινία, το «Afire» (πρωτότυπος τίτλος «Roter Himmel») συνεχίζει σε εξίσου ελλειπτικά μονοπάτια, κάτι που ενδέχεται να ξενίσει μερίδα του κοινού που περιμένει από εκείνον ένα συγκεκριμένο τύπο ταινίας. Δύο φίλοι, ένας συγγραφέας και ένας υποψήφιος για εισαγωγή σε σχολή καλών τεχνών, πηγαίνουν στο εξοχικό του δεύτερου στη Βαλτική για έμπνευση και παραθερισμό. Το σπίτι ανήκει στη μητέρα του, η οποία δίχως ενημέρωση το έχει παραχωρήσει στη Νάντια, μια μυστηριώδη γυναικεία φιγούρα που κατά τις πρώτες μέρες της διαμονής τους εκεί κάνει εμφανή την παρουσία της μόνο μέσα από τους αναστεναγμούς και τις σεξουαλικές κραυγές που ακούγονται από το δωμάτιο της κάθε βράδυ. Στο μεταξύ, κάπου κοντά έχει ξεσπάσει πυρκαγιά, η οποία προς το παρόν δεν απειλεί την τοποθεσία που βρίσκονται.
Η έναρξη της ταινίας παραπέμπει σε ταινία μυστηρίου, μα στην πραγματικότητα αυτή τη φορά ο Πέτζολντ επιχειρεί τη δική του κατάθεση στη ρομερική κομεντί – εκ του Ερίκ Ρομέρ- αλλά με ένα twist. Ναι, η θερινή ραστώνη, η υπόσχεση ενός ερωτικού καλοκαιριού, οι ανέφελες συζητήσεις, η θάλασσα που χαμογελάει «με στόμα από αφρό και χείλια από ουρανό», όλα τα γνώριμα δομικά στοιχεία βρίσκονται εδώ. Η διαφορά είναι πως έχουμε έναν ήρωα απρόθυμο να πραγματώσει το ρομερικό καλοκαιρινό ιδανικό, έναν κυνικό και αντικοινωνικό νεαρό συγγραφέα που αναμένει feedback από τον εκδότη του για το δεύτερο βιβλίο του και κλείνεται στον εαυτό του, αδυνατώντας όχι μόνο να (επι)κοινωνήσει τις επιθυμίες του, αλλά και να αντιληφθεί οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, ακόμα κι αν τον αφορά, από την (εμφανή) ομοερωτική διάθεση του φίλου του και την προθυμία της Νάντια να ανοίξει (τουλάχιστον) δίαυλο επικοινωνίας μαζί του, μέχρι την απειλητική πυρκαγιά που, όπως είπαμε, μαίνεται στο βάθος.
Θες από φόβο, θες από αυτοαπορρόφηση, θες από φιλαυτία, θες κι από τα τρία μαζί, ο Λεόν, όπως ονομάζεται ο κεντρικός χαρακτήρας, δεν διαθέτει δύο βασικά στοιχεία που χρειάζεται κάθε καλλιτέχνης. Το ένα είναι ανοιχτά μάτια και αυτιά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και των ανθρώπων γύρω του και το άλλο η εμπειρία. Ίσως γι’ αυτό το δεύτερο βιβλίο του είναι «χάλια», όπως τον ενημερώνουν ευθαρσώς όσοι το διαβάζουν – έχει αρκετό χιούμορ η ταινία, να ακόμα ένα νέο στοιχείο στο σινεμά του Πέτζολντ.
Αν δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητό από τις παραπάνω γραμμές, η ταινία, πέραν των παιχνιδιών με το ρομερικό ιδίωμα, αφορά τη δημιουργία, τις συνιστώσες της, τις ζυμώσεις της, και ναι, την ανάδειξή της σε προϊόν βιωμένου δράματος. Στην «Undine» πυροδοτούσε τις εξελίξεις το νερό, εδώ η φωτιά - ο Πέτζολντ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να κάνει άλλες δύο ταινίες. Δυστυχώς, υπάρχει και η ροπή του (παλιάς κοπής) σεναριογράφου Πέτζολντ να δένει όλα τα συντρέχοντα στην τρίτη πράξη και να κλείνει με κάποιας μορφής ανατροπή, που εδώ υπονοείται, έτσι κι αλλιώς, σε όλη την ταινία. Το θετικό είναι ότι και στις ελάσσονες στιγμές του – και αυτή εδώ δεν είναι μια τέτοια- το σινεμά του παραμένει πιο ενδιαφέρον από το 90% των ευρωπαϊκών δημιουργιών που κυκλοφορούν εκεί έξω.