Το Γόνατο της Αχέντ
Ha'berech
Ένας Ισραηλινός σκηνοθέτης, προκειμένου να γυρίσει την επόμενη ταινία του, έρχεται αντιμέτωπος με την λογοκρισία και τον διοικητικό χαρακτήρα του σημερινού Ισραήλ. Φορμαλιστική επίδειξη που κάποια στιγμή φορτσάρει, και αναδεικνύεται σχετικά, ως ταινία δριμύτατης καταγγελίας.
Για παραπάνω από την μισή διάρκειά της, η ταινία του φεστιβαλικώς αγαπητού Ναντάβ Λαπίντ ορκίζεται σε μια προσωπικά οριζόμενη ιδιοσυγκρασία ανάμεσα σε (γαλλικά) νεοκυματική φορμαλιστική όρεξη και προσωπική, ιμπρεσιονιστική, «νεωτερική» σκηνοθεσία. Το πείραμα έχει ένα ενδιαφέρον, ιδιαίτερα στο πώς με μια λίαν συμμετοχική κάμερα, μια βιβλική γεωγραφία (η έρημος του Ισραήλ) και προσμείξεις ειδών (χαρακτηριστικότερα το μιούζικαλ), κατορθώνει κάπως να αντιπαραθέσει το ασφυκτικό θέμα του (η καταγγελία του αστακοειδούς, ολοκληρωτικού σημερινού Ισραήλ) με τον έξω κόσμο, με το οξυγόνο μιας ζωής που χαίρεται, ελπίζει και ελευθερώνει.
Είναι βέβαια ένα φιλμικό σύνολο που ζητά από τον θεατή του να γεμίσει τα κενά, να αφεθεί σε έναν ιδιότροπο ρυθμό, να ενδώσει, ιδίως στην αρχή, σε μια κάμερα παραζάλης που «κάτι θέλει να πει». Αν απέχει κανείς από το σινεμά και τους δημιουργούς που βροντοφωνάζουν τους συμβολισμούς τους, δεν θα βρει εδώ την εποικοδομητική ησυχία του. Ωστόσο, τα σημεία λειτουργούν, η πληθωρικότητα της αφήγησης είναι στοχευμένη και ο Λαπίντ επιδέξιος αρκετά ώστε να μοντάρει με απολύτως ρέοντα τρόπο την ιστορία του.
Περίπου 30-35 λεπτά πριν το τέλος έχει έρθει ωστόσο η στιγμή για την οποία ο Λαπίντ έφτιαξε την ταινία του. Και αντίθετα με άλλα έργα στα οποία ο κριτικός έχει έναν κάποιο ρόλο παρατηρητή-μεσάζοντα-ερμηνευτή προθέσεων, εδώ ο Ισραηλινός δημιουργός διατυπώνει ευθύτατα το θέμα του. Που δεν είναι άλλο από την καταδίκη ενός στρατοκρατικού καθεστώτος, που λογοκρίνει και αντίκειται στην ελευθερία της ζωής και δεν θέλει πολλά παραπάνω από την εξόντωση του αραβικού κόσμου. Αν νομίζετε ότι τα παραείπα, περιμένετε την στιγμή του μονολόγου του πρωταγωνιστή.
Εδώ η ταινία λαμβάνει μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική απόφαση: Την κατάργηση πρακτικά του 4ου τοίχου, το σαν ξεκόλλημα του πρωταγωνιστή από την δραματουργία και την περίπου άμεση απεύθυνση στον θεατή. Είναι πολλές ταινίες που το έχουν κάνει αυτό. Σκληροπυρηνικό Χόλιγουντ («Άρωμα Γυναίκας», ο λόγος του Πατσίνο στο τέλος – Όσκαρ), σκληροπυρηνικό Χόλιγουντ που αρνείται να παραδεχθεί ότι είναι τέτοιο («Ιστορία Γάμου», το λογύδριο της Λόρα Ντερν, Όσκαρ), σατιρικού μανδύα σκληροπυρηνική καταγγελία («Το Δίκτυο», ο mad as hell λόγος του Πίτερ Φιντς, Όσκαρ) ή και σημαντική κατάθεση τραυματικότητας (που καταλήγει και καταγγελία - «25η Ώρα», ο μονόλογος του Έντουαρντ Νόρτον στον καθρέφτη). Σε άλλους αυτό αρέσει. Είναι προφανές ας πούμε ότι τα μέλη της Ακαδημίας τα φτιάχνει. Σε άλλους όχι. Για αυτούς αποτελεί μεμιάς ναρκισσευόμενη ευκολία και καλά κατακέφαλης αμεσότητας και «λέω τα πράγματα με το όνομα τους». Στην ουσία είναι μια προδοσία της μυθοπλασίας και, χειρότερα για κάποιους, μια τσαμπουκαλίδικη, παραδοχή της αναποτελεσματικότητάς της.
Σχετικό σωσίβιο για τον Λαπίντ είναι ότι το ξέσπασμα της κεντρικής στο έργο σκηνής αυτής, χαρίζει μια ως τότε απούσα και γι’ αυτό πολυπόθητη συναισθηματικότητα. Ακόμα περισσότερο, η σκηνή αποτελεί μια σεναριακή βάση/σκυτάλη για την επόμενη σκηνή. Δεν βρίσκω την επόμενη σκηνή μια καλή σκηνή, αντίθετα νομίζω ότι εκπίπτει σε δυσάρεστο μελό, αλλά τουλάχιστον πατά στην προηγούμενη και την δικαιολογεί. Είναι και αυτό ένα δείγμα ότι ο άνθρωπος μελέτησε και επεξεργάστηκε την σύλληψη της ταινίας του.
Στον αέρα του έργου κινούνται διάφορα πτερόεντα ενδιαφέροντα, τόσο κυριολεκτικά (η πάλη των κινηματογραφικών ειδών, ένας ανεκπλήρωτος ερωτισμός, μια ενδιαφέρουσα ανατροπή μέσω μιας στρατιωτικής ιστορίας, η βιβλικότητα του τοπίου και η κόντρα της με την σημερινή όψη των πραγμάτων) όσο και ακόμα πιο ενδοκινηματογραφικά, μιας και η ιστορία ενός δημιουργού σε κρίση, σύγκρουση και αναζήτηση είναι ένα αρκετά συνηθισμένο εφαλτήριο δημιουργ(ι)ών. Εξαιρώντας εκείνους που θα εκτιμήσουν και μόνο λόγω ιδεολογικής συμφωνίας, δεν βλέπω κατά πόσον το αποτέλεσμα έχει την ισορροπία και την μέριμνα προς τον θεατή να ξεκολλήσει από το κεφάλι δημιουργού/πρωταγωνιστή, να αποστασιοποιηθεί από την δίκαιη οργή, και να διατυπώσει ένα έργο με πραγματική πολιτική οξυδέρκεια και αλησμόνητο συναισθηματικό βάρος.