Αμερικανική Προδοσία
American Traitor: The Trial of Axis Sally

Δικαστικό δράμα πάνω στην ιστορία μιας Αμερικανίδας, που έμεινε γνωστή ως «Axis Sally» και κατηγορήθηκε για εθνική προδοσία μετά από σειρά ραδιοφωνικών της παραγωγών για λογαριασμό των Ναζί, με στόχο την πτώση του πολεμικού ηθικού των Αμερικανών στρατιωτών στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ιστορία της «Σάλι του Άξονα» είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παράπλευρες ιστορίες του 2ου Πολέμου. Μια γυναίκα περιορισμένου ταλέντου, που δεν μπόρεσε ποτέ να βρει δουλειά στον κόσμο του θεάματος, όπως φιλοδοξούσε, και έφυγε από τις ΗΠΑ, βρέθηκε για ένα διάστημα στο Παρίσι, για να καταλήξει από τα μέσα του '30 στη ναζιστική Γερμανία, όπου εκ περιστάσεων βρέθηκε στον ναζιστικό ραδιοσταθμό του Βερολίνου, που εξέπεμπε στα βραχέα πρόγραμμα για την Αμερική. Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε απολιτικά, για να εξελιχθεί σταδιακά, όσο η πιθανότητα εμπλοκής των Αμερικανών στον πόλεμο αυξανόταν, σε πρόγραμμα καθαρής προπαγάνδας, υπό την αιγίδα του Γκέμπελς, που στόχευε στην αποθάρρυνση των στρατιωτών και την πτώση του γενικού ηθικού στις ΗΠΑ.
Η Μίλντρεντ Γκίλαρς, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, συνελήφθη μετά τον Πόλεμο και κατηγορήθηκε σε δέκα σημεία για εσχάτη προδοσία, εκ των οποίων με τα 8 έφτασε σε δίκη. Αθωώθηκε για τις 7 από τις 8 κατηγορίες, για την μία όμως καταδικάστηκε σε 10 έως 30 χρόνια, εξέτισε τα 12, αποφυλακίστηκε το 1961, για να πάει εν συνεχεία σε ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι όπου και δίδαξε επί χρόνια Γερμανικά, Γαλλικά και Μουσική. Το ερώτημα για το αν διέπραξε εσχάτη προδοσία ωστόσο επιμένει, παρότι ο συνήγορός της «απέδειξε» στο δικαστήριο ότι η στάση της ήταν αποτέλεσμα απειλής κατά της ζωής της από το Καθεστώς.
Η ταινία του Μάικλ Πόλις, ενός σκηνοθέτη που κάποτε αποτελούσε μια ενδιαφέρουσα φωνή («Northfork», «Twin Falls Idaho») και εδώ και αρκετά χρόνια μοιάζει να έχει συνθηκολογήσει με την μετριότητα, αδιαφορεί για την ηθική διάσταση του ζητήματος, απαντώντας το δια μέσω της στάσης του συνηγόρου της Γκίλαρς: Η κατηγορούμενη ήταν ένα θύμα των περιστάσεων, ακόμα πιο πολύ μια γυναίκα στον κόσμο παντοδύναμων, εκμεταλλευτικών ανδρών (ο σαδιστικά καρτουνίστικος εδώ Γκέμπελς, το Καθεστώς), που πάλευε να επιβιώσει. Όπως, ορθά από μια πλευρά, αντιτείνει και ο συνήγορος στους ενόρκους, «εσείς τι θα κάνατε;».
Εξαιρώντας ότι υπάρχει και η απάντηση που θα έδιναν οι εκατοντάδες χιλιάδες των αντιστασιακών στις Δυνάμεις του Άξονα, το πρόβλημα της ταινίας (το ηθικό, γιατί όλα τα άλλα είναι πάμπολλα για να τα αναλύσουμε) δεν είναι η στάση, αλλά ο τρόπος που παρουσιάζεται η στάση αυτή. Το να μην εκτελέσεις άλλωστε κάποιον, είναι για τους αρνητές της θανατικής ποινής πάντα η δέουσα στάση, ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για έναν άνθρωπο που λειτούργησε αυτοσυντηρητικά. Το να υπερασπιστείς όμως έναν χαρακτήρα που δραματουργικά κινείται στο επίπεδο ατσαλάκωτης, λαμπερής στάρλετ, που εν μέσω πλήρους (και αβάσιμου) μεγαλοαστικού σνομπισμού αρνείται να αναλύσει τους λόγους των πράξεών της, δεν στέκει.
Ο αλα Σβένγκαλι έρωτας, η ανυποψία, το άλλοθι της ψυχαγωγίας και η μελοδραματική εγκατάλειψη στα «δεν χρειάζομαι τον οίκτο σου» και «αγωνίστηκα για καθετί στη ζωή μου», δεν αποτελούν επιχειρήματα σοβαρού σινεμά, είναι φληναφήματα καθημερινής τηλεπαραγωγής με ίχνη σοβαρού αντιδραστισμού ακόμα και σε θέματα διαχρονικά - που τυγχάνουν και επίκαιρα. Μ' άλλα λόγια πας για φεμινιστική οπτική και γυρίζεις με, ενίοτε εξοργιστική, πατριαρχική απολογία (η «δεσποσύνη σε κίνδυνο» δεν κάνει άλλωστε τίποτα για να σωθεί, δύο άντρες την σώζουν χαλυβδώνοντας την όποια συλλογιστική της υπεράσπισής της).
Αν όμως ως εδώ η «Αμερικανική Προδοσία» είναι ευαίσθητη σε καθαρά ιδεολογικές επιθέσεις, έρχεται η κατασκευή της για να την περιορίσει στην σαχλαμαρική της περιωπή. Δεν εξηγείται αλλιώς το δυσβάστακτο φωτογραφικό στυλιζάρισμα, που στις σκηνές καλλωπισμένου «μετώπου» εκτινάσσεται στον άρλεκιν εκχυδαϊσμό. Ούτε περίπου σύσσωμο το καστ και η απόδοσή του, αρχής και τέλους γενομένων από την Μέντοου Γουίλιαμς, που παίζει ανάμεσα στο Μέριλιν και γεροντοpin-up του '40, πλήρης πλαστικής απομόρφωσης (sic) και μακιγιαριστικής/εκφραστικής μουμιοποίησης. Πρόκειται για το υλικό του camp μύθου, μια βασανιστική στιγμή ακόμα και για ένα σινεμά παραδοσιακά απευθυνόμενο σε πελάτες βιντεοκλάμπ - συνδρομητικής σήμερα. Η δε αντιπαράθεσή του με την ιστορία ενός ανθρώπου που επιτέθηκε στο ηθικό των Συμμάχων με τρόπο που ακόμα και σήμερα ανατριχιάζει, δεν βοηθά στην απροβλημάτιστη πέψη της τελικής απόφασης των ενόρκων. (Πράγμα που έπρεπε να συμβεί στην καλή ταινία που υπάρχει μέσα σε αυτή τη μετριότητα, την ταινία που θα συμπαρέθετε τους λόγους που η Γκίλαρς διέπραξε όσα διέπραξε, το σκεπτικό της έσχατης προδοσίας αλλά και αυτό της συνηγορίας της).
Όσο για το γιατί ο Αλ Πατσίνο βρίσκεται εδώ - και ανελκύει και το αποτέλεσμα ερμηνευτικά στην τελική του αγόρευση (διότι αλλιώς είναι κι αυτός θεαματικό θύμα ενός θολού σεναρίου) - αυτό το απαντά με κάποιο δικό της τρόπο η ζωή, όχι ένα κριτικό σχόλιο.