Ανεμώνη
Anemone
Ένας μεσήλικος άνδρας αναζητά τον ερημίτη αδελφό του στο δάσος όπου κατοικεί, προκειμένου να τον πείσει να επιστρέψει στην οικογένειά του και ειδικά στον γιο του που έχει μπλεξίματα με τον Στρατό. Η μεγάλη επιστροφή του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις παραμένει ένα καλλιτεχνικά σεισμικό γεγονός μολονότι η ταινία που την στεγάζει συσκοτίζει άθελά της σοβαρές αρετές πίσω από συζητήσιμες επιλογές. Πανελλήνια πρώτη στις 31ες Νύχτες Πρεμιέρας.
Υπάρχουν κάποιες ταινίες, όχι λίγες όταν πέφτεις στον ωκεανό του σινεμά για κολύμπι, που χρειάζονται περισσότερο από άλλες τον συντονισμό σου με το ύφος, τον τρόπο, το κλίμα τους. Μόνο αν το κάνεις υπάρχει πιθανότητα να δεις τον κόσμο από τη μεριά τους, ειδάλλως ακόμα και η μεγαλύτερη φιλοδοξία θα φανεί ματαιοπονία, το σημαντικότερο δια ταύτα, κοινός σπουδαιοτατισμός.
Στην περίπτωση του υπογράφοντος αυτό συνέβη στην πρώτη θέαση. Στην δεύτερη, πιο προετοιμασμένος (και ομολογώ απαλλαγμένος από την αποπροσανατολιστική προσδοκία του λάτρη που ξαναβλέπει χρόνια μετά έναν γιγάντιο ηθοποιό), οι αδυναμίες δεν έπαψαν, αντίθετα έγιναν πιο ευκρινείς, όμως άνθισαν (σαν χειμωνιάτικες ανεμώνες μετά την βροχή, το είπα) οι αρετές που στην πρώτη θέαση δεν ξεπέρασαν το επίπεδο της ευγενούς πρόθεσης και του arthouse συνειρμού.
...η αίσθηση μια ευκαιρίας που ξεγλίστρησε, μιας συναισθηματικής έκβασης που υποβιβάστηκε σε καλλιεπείς σκηνές οραμάτων και βιβλικών εξάρσεων
Ναι, είναι πολύ σαν «πρώτη ταινία» η Ανεμώνη. Μεγαλοπιάνεται, ανεβαίνει μοναχή της σε ένα βάθρο για να τα πει – κι έχει όλη την στομφώδη αυτοπεποίθηση ότι το βάθρο τής πρέπει –έχει μεγαλόστομες αναφορές σε άλλες ταινίες (η βασικότερη, που είδα, είναι από την Μανόλια του Πολ Τόμας Άντερσον) αλλά και σαφή συνδιαλλαγή με έργα όπως Τα Πνεύματα του Ινισέριν, οι Ασυγχώρητοι, το Αποκάλυψη Τώρα, ακόμα και οι ατμόσφαιρες του ύστερου Ταρκόφσκι, αν όχι και μερικά λοξοκοιτάγματα προς ΝΑ Ασία, μη λέμε ονόματα γλωσσοδέτες. Σαν χαρακτήρας δημιουργού, ο Ρόναν Ντέι-Λιούις, όχι ανεπαίσθητα συνεπικουρούμενος από τον συν-σεναριογράφο και «συνένοχο» πατέρα του, στραβοπατά που ανοίγει τόσες κουβέντες με τόσα πολλά διαφορετικά μνημεία. Το εγχείρημα μιας αυτοδυναμίας ηττάται καθώς συχνά η ταινία μοιάζει βαθύτατα επηρεασμένη από, αν όχι ευθέως καταφεύγουσα σε, «λυσάρια» του σινεμά.
Όταν φαίνεται να κινείται σε ίχνη σκηνοθέτησης που έγκεινται στον αρχικό σχεδιασμό και την σεναριακή συμπόρευση/εξυπηρέτηση, η επιλογή δείχνει μία: Χτίσε την ιστορία πάνω στον πατέρα, παράτεινε ως το μη παρέκει την αποκάλυψη του «τι συμβαίνει;», κράτα έναν αποφασιστικά αργό ρυθμό να δοκιμάσεις arthouse αντοχές, αλλά και ικανότητα μονταρίσματος της αναστολής, και προχώρα. Θεωρητικά μπορεί κανείς ερμηνεύσει γιατί τόσο επιτηδευμένα στην εισαγωγή κάνουμε τόση ώρα να δούμε το πρόσωπο του Ντέι-Λιούις, πρακτικά όμως μοιάζει με κολπάκι λαϊκού σινεμά ως προς τον σταρ πρωταγωνιστή του. Και δεν έχει τίποτα κακό το λαϊκό σινεμά, όταν όμως εντάσσεται σε ένα τόσο arty περίβλημα, κάτι κλωτσά. Η ταινία μοιάζει με άσκηση. Κι όχι μόνο γιατί το θέμα της, παρόλη την μέριμνα σε αργούς ρυθμούς, μονοπλάνα μονολόγων και συμβολιστικούς παροξυσμούς, εξακολουθεί να υπερβαίνει την οδό παρουσίασης που ακολουθήθηκε. Αλλά κυρίως γιατί λείπει ο «επαγγελματισμός» στην γραφή του σεναρίου και η σκηνοθετική επάρκεια.Η χτυπητή απουσία διαλόγων (άρα αναμέτρησης χαρακτήρων) και η αντικατάσταση από μονολόγους, θα ζητούσε λόγια που δεν θα ξεχνούσαμε ποτέ (που και πάλι δεν ισούνται με καλή ταινία), θα ζητούσε οπτικές εξερευνήσεις που θα έφερναν στην πραγματεία του έργου πολύτιμα εργαλεία.
Είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί; Δεν έχει σημασία, είναι κάτι μεγαλειώδες ως κινηματογραφικό θέμα
Αντί εργαλείων, ωστόσο, η κατασκευή του έργου έχει να δώσει ποικιλία στιγμών. Δεν ξέρω κατά πόσον άνδρας θεατής με αδελφό θα συντονιστεί ευκολότερα (οπότε ως...ένοχος μπορεί και να μεροληπτώ), αλλά είναι αλήθεια ότι ιδίως στην (καλή αλλά ατυχώς σκηνοθετικά αποκλιμακούμενη) πρώτη ώρα υπάρχουν στιγμές του Ντέι-Λιούις με τον Σον Μπιν (γενικώς άριστος αλλά τελικά υπο-χρησιμοποιημένος) που μπορούν να σε κάνουν να αγαπήσεις μια ταινία ακόμα κι αν την αισθάνεσαι στο τέλος πλημμελή. Από την βουβαμάρα μέχρι ένα μπάνιο στη θάλασσα, κι από την υφέρπουσα ένταση μέχρι ένα χορευτικό κοπάνημα (σε αργή κίνηση, νάτο πάλι το arty πρόσχημα), η αδελφική χημεία είναι τόσο αισθητή που να σου γεννά κατασυγκινημένη οικειότητα.
Και το περί τίνος πρόκειται; Μπαμπάς και γιος έστησαν μια ταινία στην οποία το είδος της σχέσης μοιάζει με Ιθάκη της, όμως και εδώ το πραγματικό ζήτημα δεν είναι καν το ταξίδι. Είναι η μετάφραση του συλλογικού εμφυλιακού τραύματος, εδώ οι Ταραχές της Ιρλανδίας, σε ατομική κατάβαση στην Κόλαση με μοναδικό, αυτοσχέδιο, διόδιο την αυτοτιμωρία. Ο Ντέι-Λιούις ερμηνεύει, με τρόπο που μόνο αυτός μπορεί, ένα κράμα ιστορικών ρόλων του που συνθέτουν μια εκτυφλωτική καριέρα. Το πάνκικο καφράκι που γίνεται μέρος μιας κρατικής Αρχής και διαπράττει την πιο ανθρώπινη πράξη, η οποία όμως στα αυτιά της θεσμοθετημένης Εξουσίας συνιστά έγκλημα. Η σειρά των αντιφάσεων και της ειρωνείας είναι εκεί για να φωτίσει την πιο καλή πλευρά μας, η οποία όμως δεν τυγχάνει και ανάλογα έτοιμη πνευματικά να αντιμετωπίσει «την γνώμη των άλλων» και αίφνης αποφασίζει την ισόβια (αυτο)κάθειρξη ως μόνη οδό λύτρωσης. Σας φαίνεται ίσως ασαφές, όταν δείτε το έργο όλα θα μπουν στην θέση τους.
Ο ορισμός της ταινίας ενήλικου κοινού κάποτε πέφτει μέσα – και συντρίβεται – στον ορισμό της ταινίας που το ενήλικο κοινό θα προσπεράσει.
Είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί; Δεν έχει σημασία, είναι κάτι μεγαλειώδες ως κινηματογραφικό θέμα. Είναι κρίμα που το σενάριο επιλέγει την λογική του παγόβουνου για την μεγαλύτερη διάρκεια του έργου, μια λογική στην οποία αυτό που βλέπεις υποκρύπτει κάτι ογκωδέστατο που αναπόφευκτα θα έχει συνέπειες όταν πέσεις πάνω του. Είναι ακριβώς η λογική που απαιτεί μεγάλο σενάριο και μεγάλο σκηνοθέτη. Κρίμα επίσης γιατί πλην ενός μονολόγου (που παρότι σχεδόν μονοπλανικός έχει προβληματική απεικόνιση και μοντάζ – κι ας παραμένει συγκλονιστικός), όπου ο Ντέι Λιούις τρελαίνει τις πυξίδες και υπενθυμίζει ποια βαρύτητα λείπει από το σινεμά μας, το έργο περισσότερο σε κάνει να αναλογίζεσαι το ύψος του δράματος παρά να μετράς συγκινημένος το βάρος του. Είναι αυτό έλλειμμα μιας απαιτούμενης κάθαρσης; Ίσως, αν και αυτήν, κάπως ασυναίσθητα, η ταινία εκτιμά πως την βρίσκει στην τελική σεκάνς. Είναι, μάλλον, περισσότερο η αίσθηση μια ευκαιρίας που ξεγλίστρησε, μιας συναισθηματικής έκβασης που υποβιβάστηκε σε καλλιεπείς σκηνές οραμάτων και βιβλικών εξάρσεων.
Ο ορισμός της ταινίας ενήλικου κοινού κάποτε πέφτει μέσα – και συντρίβεται – στον ορισμό της ταινίας που το ενήλικο κοινό θα προσπεράσει. Η Ανεμώνη κυκλοφορεί επικίνδυνα σε αυτό το περιβάλλον. Θα την σώζει εφεξής η παρουσία ενός μνημειώδους ηθοποιού, παρότι αυτή η παρουσία θα θυμίζει, ίσως παντοτινά, ότι τούτη είναι μάλλον η υποδεέστερη ταινία της εκλεκτικής, και εκλεκτής, εργογραφίας του. Και, πάγια ευχή κάθε κριτικής αυτή, θα την σώζει η ελπίδα ότι ως έχει θα βρει κέντρο στην καρδιά κάποιων συντονισμένων θεατών που θα βοηθήσουν, κάπως, κάποτε, κι εμάς τους υπόλοιπους να την επανεκτιμήσουμε.







