Η Επέτειος
Anniversary
Συνωμοσιολογικού επιπέδου δυστοπικό θρίλερ που δε θα μπορούσε να συλλάβει ούτε ο πιο ακραίος οπαδός του MAGA κινήματος, η άλλη όψη του νομίσματος του «One Battle After Another», μια αρούκατη ταινία που σπαταλά το ικανό καστ της.
Η οικογένεια Τέιλορ κλυδωνίζεται όταν ο Τζος (Ντίλαν Ο’Μπράιεν), ο γιος, φέρνει στο σπίτι τη νέα του σύντροφο, Λιζ (Φίμπι Ντάιβενορ), πρώην φοιτήτρια της μητέρας του, Έλεν (Ντάιαν Λέιν) και νυν συγγραφέα ενός βιβλίου που κάνει πάταγο διασπείροντας τις ιδέες ενός ακροδεξιού κινήματος ονόματι «Η Αλλαγή». Η Έλεν, ο σύζυγός της, Πολ (Κάιλ Τσάντλερ), και οι τρεις κόρες τους αντιδρούν επιφυλακτικά και κατόπιν εχθρικά απέναντι στο νεοφερμένο μέλος της οικογένειας. Μέσα από τέσσερα οικογενειακά γεύματα σε βάθος πέντε ετών, παρακολουθούμε την εξέλιξη των οικογενειακών σχέσεων και στο φόντο μιας Αμερικής που βυθίζεται όλο και περισσότερο στον αυταρχισμό, τη μισαλλοδοξία και την εσωστρέφεια.
Είναι κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι ζούμε σε καιρούς ακραίας πόλωσης, σε κάθε τομέα. Από την πολιτική έως τον πολιτισμό, οι «woke», οι «incels», και όλοι αυτοί οι δημοκρατικοί και γλυκύτατοι χαρακτηρισμοί που αποδίδει η μια πλευρά στην άλλη όταν βαριέται να ακούσει οποιαδήποτε άποψη διαρρηγνύει το echo chamber της, βρίσκονται πλέον στην ημερήσια (σοσιαλμιντιακή) διάταξη. Ο κινηματογράφος δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος και ήδη μέσα στο 2025 έχουμε δει δύο σημαντικές ταινίες πάνω στο θέμα. Το «One Battle After Another» του Πολ Τόμας Άντερσον και το «After the Hunt» του Λούκα Γκουαντανίνο είχαν την τόλμη όχι μόνο να πραγματευθούν ανοιχτά τα ζητήματα αυτά, αλλά και να το κάνουν με ανοικτό μυαλό, δίχως να αγιοποιούν ή να δαιμονοποιούν καμία πλευρά.
Στον αντίποδα, υπάρχουν ταινίες σαν το «Anniversary» του Πολωνού σκηνοθέτη Γιαν Κομάσα («Corpus Christi», 2019). Ένα φιλμ που παίρνει σαφή θέση υπέρ μιας πλευράς, καταδικάζει σαφώς την άλλη και στοχεύει σε ένα πολύ ξεκάθαρο, απλό μήνυμα. Σχεδόν καμία αντίρρηση μέχρι εδώ, φυσικά μεγάλη τέχνη δεν μπορείς να παράγεις έτσι, υπάρχει ακόμα όμως η δυνατότητα δημιουργίας ενός απολαυστικού φιλμ είδους. Ωστόσο, το εντελώς αρούκατο σενάριο της ταινίας πάει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα και, στην προσπάθειά του να προωθήσει μια liberal ατζέντα πριμοδοτούμενη από τον πανικό ο οποίος έχει καταλάβει τις ΗΠΑ τους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης Τραμπ, καταντά περισσότερο συνωμοσιολογικό, καταστροφολάγνο και μισαλλόδοξο από τους πιο ακραίους υποστηρικτές της πλευράς που υποτιθέμενα στηλιτεύει.
Πώς συμβαίνει αυτό; Απλούστατα, ο Κομάσα πέφτει σε όλες τις «λακκούβες» που προσεκτικά απέφυγαν ο Άντερσον κι ο Γκουαντανίνο: οι χαρακτήρες του είναι ακραία σχηματικοί, με τον καθένα τους να αποτελεί κραυγαλέο σύμβολο μιας στάσης και μιας νοοτροπίας απέναντι στη νέα κατάσταση των πραγμάτων. Αντίστοιχο είναι και το παίξιμο των ηθοποιών, οι οποίοι, αν και στο σύνολό τους ταλαντούχοι, δεν έχουν χαρακτήρες με βάθος να ερμηνεύσουν και καθοδηγούνται από τον σκηνοθέτη τους προς την καρικατούρα. Η ρητορεία αρχίζει και δεν τελειώνει, ο διδακτισμός το ίδιο, τα πρόσωπα διακρίνονται καθαρά και ξάστερα σε «καλούς» και «κακούς», οι καταστάσεις γίνονται όλο και πιο εξωπραγματικές καταργώντας την εσωτερική λογική του φιλμ, οι υπερβολές εναλλάσσονται με τις γραφικότητες.
Όμως αυτό που αποτελεί το σοβαρότερο ψεγάδι της συγκεκριμένης ταινίας, και τελικά την καταδικάζει στην άμεση λήθη, είναι ο ακραία διχαστικός της λόγος. Και είναι οξύμωρο μια ταινία που, υποτιθέμενα, στηλιτεύει τον διχασμό της αμερικανικής κοινωνίας, να υιοθετεί μια τόσο διχαστική ατζέντα, που δεν αποπειράται να εξερευνήσει τα αίτια αυτού του διχασμού, αλλά ενδιαφέρεται μονάχα για το συνθηματικού χαρακτήρα τελικό της μήνυμα. Από την άλλη, χάρη σε τέτοια φιλμάκια του σωρού είναι που μεγάλοι δημιουργοί, όπως ο Άντερσον, καταφέρνουν να ξεχωρίσουν με την ωριμότητα της ματιάς τους και την εις βάθος διερεύνηση του εκάστοτε θέματός τους.







