Ο Εχθρός Δίπλα μου
As Bestas

Φωτογενές κι επιβλητικό όπως ο ασουλούπωτος πρωταγωνιστής του, το νέο θρίλερ του Ροδρίγο Σορογκογιέν που φτάνει με μεγάλη καθυστέρηση στη χώρα μας, στάθηκε μια από τις καλύτερες φεστιβαλικές πρεμιέρες του 2022.
Στην ισπανική Άγρια Δύση της ορεινής Γαλικίας, ένα ζευγάρι Γάλλων που έχει μετοικίσει πρόσφατα σε μία αγροικία της περιοχής, έρχεται αντιμέτωπο με τα οικονομικά μικροσυμφέροντα και την εγγενή μισαλλοδοξία της μικρής κοινωνίας που την περιβάλλει. Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του τα «Αδέσποτα Σκυλιά», ο Ροδρίγο Σορογκογιέν κι η μόνιμη σεναριογράφος του Ισαμπέλ Πένια εμπνέονται από ένα πραγματικό περιστατικό που έλαβε χώρα στην ίδια περιοχή πριν περίπου δέκα χρόνια και παραδίδουν ένα από τα πληρέστερα θρίλερ των τελευταίων ετών. «Ο Εχθρός Δίπλα Μου», μια ταινία για τα «τέρατα» που γεννούν και υποθάλπουν οι πάσης φύσης απομονωμένες κοινότητες, αποτελεί υπόδειγμα κινηματογραφικής αφήγησης, εύστοχα διακριτικό και επίκαιρο πολιτικό σχόλιο, αλλά και αποδεικτικό υψηλής σκηνοθετικής γραφής.
Κι αυτά για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς οφείλονται αποκλειστικά στο πρώτο της μισό. Η εν πάσει περιπτώσει στο κομμάτι που κλιμακώνει με το αδιανόητο ξέσπασμα βίας που προοικονομεί κι η αφίσα της ταινίας (μια πράξη αδιανόητη, ειδικά αν αναλογιστούμε πως πρόκειται για αληθινό γεγονός απ' τα πολύ μικρά γράμματα του 21ου αιώνα). Εκεί που ο σκηνοθέτης ασχολείται με το ποιος μπορεί να ήταν ο ξένος χωρικός που αρνούνταν πεισματικά να πουλήσει το αγρόκτημά του για να χτιστούν ανεμογεννήτριες, και τι μπορεί να του συνέβη. Ακολουθώντας τον Πέκινπα, κρατάει όσες νότες χρειάζεται από το γουέστερν και σηκώνει μαεστρικά την ένταση, μέχρι που κλείνει το πρώτο του κεφάλαιο με μια αλησμόνητη αντιπαράθεση. Μια τρομερή σκηνή η οποία θα πρέπει να λογίζεται δικαιωματικά στις καλύτερες της συνομοταξίας της.
Ο Σορογκογιέν είναι ένας απ' τους ελάχιστους απότοκους του Χίτσκοκ που αξίζουν 100% τον τίτλο ενός σύγχρονου «Άρχοντα του Σασπένς»
Υπάρχει φυσικά ταινία και μετά απ' αυτό. Αρκετά διαφορετική, αλλά αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα, με τη σύζυγο να αναρωτιέται πώς μπορεί να αποδείξει όσα σκέφτεται ο σκηνοθέτης ότι συνέβησαν. Κυνηγώντας στοιχεία στο χώμα, ενώ διστάζει να στείλει άλλο ένα πρόβατο για σφαγή. Σκοντάφτοντας πάνω στην απροθυμία των αρχών να ταράξουν την εντροπία σε ένα κατά τ' άλλα ειδυλλιακό και καταπράσινο τοπίο, που σκεπάζει στη σκιά του τα κτήνη. Ό,τι αφηγείται το δεύτερο μισό είναι θεωρητικά αυτό που τράβηξε τους δημιουργούς για να φτιάξουν τον «Εχθρό...». Αυτή η σχεδόν παράλογη επιθυμία μιας γυναίκας να συνεχίσει να ζει δίπλα στα «Τέρατα» του πρωτότυπου τίτλου. Στην οικονομία της ταινίας όμως δεν παύει να είναι το aftermath, το επακόλουθο κι η διαχείριση μιας κατάστασης που αποτυπώνεται αριστοτεχνικά στα όσα έχουν προηγηθεί.
Έστω και μέσα απ' αυτή την ελαφρώς λανθάνουσα συνθήκη, ο Ροδρίγο Σορογκογιέν επιβεβαιώνει πως αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση. Για να επανέλθουμε στην (με κάθε έννοια) επίμαχη σκηνή, το εντυπωσιακότερο είναι πως δεν άνηκε στις αρχικές προθέσεις του. Προέκυψε από ένστικτο, επειδή ο ίδιος αισθάνθηκε πως θα είναι πιο συνεπής με την ιστορία. Με άλλα λόγια, στο πιο κρίσιμο σημείο της ταινίας ο Σορογκογιέν ήταν πιο ασφαλής όταν αντικατέστησε ένα ανθρωποκυνηγητό μέσα στα δάση της Γαλικίας, με μια χειρουργικά χορογραφημένη σεκάνς που προσφέρει δίοδο στην υπόγεια ένταση η οποία επικρατεί μέχρι εκείνο το σημείο στο φιλμ. Με μία κλιμάκωση που εκδηλώνεται μέσα από ένα ψυχολογικό power game, απλωμένο σε μεταφορικά και κυριολεκτικά επίπεδα, υπογραμμίζοντας το παράλογο της στιγμής. Και καταλήγει σε ένα κρεσέντο βίας, η ένταση του οποίου ευτυχώς ή δυστυχώς καλύπτει όλο το υπόλοιπο φιλμ...
Στα χρόνια της καθολικής αποδοχής του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η κριτική του είχε φορτώσει τον τίτλο του καλύτερου σκηνοθέτη όλων των εποχών χάρη στην ικανότητα του να γυρίζει αντίστοιχα καλούδια. Ο Σορογκογιέν είναι ένας απ' τους ελάχιστους απότοκούς του που αξίζουν 100% τον τίτλο ενός σύγχρονου Άρχοντα του Σασπένς.