Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ
Au Hasard Balthazar
Το αριστούργημα του Μπρεσόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γκοντάρ, ενός από τους πιο ένθερμους οπαδούς του, εκπέμπει μια «ευαγγελική γλυκύτητα». Σε τυλίγει στις σιωπές και την μόνο κατ’ επίφαση στιλιστική του λιτότητα.
Το γιατί πιστεύω ειλικρινά ότι η συγκεκριμένη δημιουργία του Μπρεσόν αποτελεί ένα από τα πραγματικά αριστουργήματα του σινεμά δεν μπορώ να το εξηγήσω με λόγια. Υπάρχει κάτι που πάντοτε μου διαφεύγει στο φιλμ, όσες φορές κι αν το παρακολουθήσω. Είναι μια ταινία, όπως τόσες άλλες του Γάλλου σκηνοθέτη, που μοιάζει να τρέφει μια εσωτερική ζωή από μόνη της. Ο Μπρεσόν γνώριζε, άλλωστε, καλά ότι τα πολυτιμότερα πράγματα σε αυτό τον κόσμο δεν είναι όσα αντιλαμβανόμαστε δια γυμνού οφθαλμού, αλλά εκείνα ακριβώς που διαρκώς μας ξεφεύγουν.
Με την πλειοψηφία των δημιουργιών του, ο σκηνοθέτης προσπάθησε να συλλάβει τα μυστήρια ετούτης της ζωής μέσα από μια ενστικτώδη κάμερα, τον αυθορμητισμό των ερασιτεχνών ερμηνευτών του, το ανεπιτήδευτο της τεχνικής του, την ελλειπτικότητα των ιστοριών του, την αίσθηση ότι υπάρχουν πάντα πολλά περισσότερα πίσω από αυτά που νομίζεις ότι σου διηγείται το εκάστοτε φιλμ. Κάπως έτσι και η θλιβερή ιστορία ενός πολύπαθου γαϊδουριού το οποίο υφίσταται καρτερικά όλη την σκληρότητα και ακαρδοσύνη των ανθρώπων, για να χαθεί στο τέλος ήσυχα και ανεπαίσθητα, όπως ακριβώς ήρθε στον κόσμο, κρύβει μέσα της μια εκπληκτική μεταφορά επάνω στην ανελέητη διαδικασία της ύπαρξης.
Η ταινία αγγίζει, το επίπεδο της πιο εξαίσιας τέχνης, γιατί επιλέγει να φέρει τον θεατή σε μια πνευματική κατάσταση που ζητά από αυτόν να ψάξει μέσα του και να αντλήσει μόνο την συμπόνια και την καλοσύνη.
Αυτή η αναπάντεχη παραβολή επάνω στην αγιοσύνη ξεκινά από τη γέννηση, καλύπτει γοργά την απόσταση ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση και φτάνει μέχρι το θάνατο. Στο ενδιάμεσο, μια σειρά από δυσβάσταχτες τραγωδίες απηχούν το μεγάλο άδικο που κουβαλά στις πλάτες του κάθε ζωντανό πλάσμα το οποίο περπατά σε αυτό τον πλανήτη. Ένα μικρό παιδί πεθαίνει, μια αγάπη σβήνει, μια οικογένεια παραδίδεται στην φτώχια, μια κοπέλα ερωτεύεται αυτό που ξέρει ότι εν τέλει θα την καταστρέψει, ένας περιπλανώμενος αλήτης κατηγορείται άδικα για έναν φόνο που δεν διέπραξε.
Παρακολουθώντας βουβό και ανήμπορο να αντιδράσει, το άμοιρο τετράποδο που αποτελεί τον κεντρικό άξονα της δράσης γίνεται σιωπηλός παρατηρητής και αθέλητος συνένοχος ενός παράλογου και αφιλόξενου κόσμου. Κουβαλώντας συμβολικά και κυριολεκτικά τις αμαρτίες των ανθρώπων στο ήδη καταπονημένο κορμί του, θα καταλήξει στην μαρτυρική του θυσία και θα ξεψυχήσει ολομόναχο σε μια σκηνή που κλείνει θαυμάσια μέσα της όλη την ποιητική του Μπρεσόν.
Ο φτωχούλης του Θεού
Στη μιάμιση ώρα που διαρκεί το φιλμ, ο Μπαλταζάρ θα δει να στολίζουν την κεφαλή του με λουλούδια, να τον χτυπούν και να τον κλωτσούν, να τον χαϊδεύουν και λίγο μετά να τον κακομεταχειρίζονται, να τον χρησιμοποιούν ως μέσο για ύποπτες δοσοληψίες, να τον περνούν από χέρι σε χέρι και από δυνάστη σε δυνάστη. Όλη αυτή την ατέρμονη αλληλουχία παθών, ωστόσο, ο Μπαλταζάρ την υφίσταται βουβός. Με τον ίδιο τρόπο που θα δεχτεί και το τέλος του. Ως ένα ακόμη ακατανόητο πράγμα που οφείλει να υπομείνει. Στην περίπτωση του άκακου αυτού ζώου, όμως, δεν υπάρχει καμιά άλλη επιλογή από την στωικότητα. Κι αυτό είναι ίσως το στοιχείο που ταυτίζει το φιλήσυχο τετράποδο με μια υπαρξιακή κατάσταση αρχέγονης, απόλυτης αθωότητας.
Ο Μπαλταζάρ είναι ένα καθάριο πλάσμα του Θεού που απλώς αναπνέει και υπομένει, μια αθώα ψυχή στην οποία οι έννοιες του καλού και του κακού δεν θα γίνουν ποτέ αντιληπτές και κατανοητές. Η άγνοιά του είναι ίσως και το μεγαλύτερο καταφύγιό του, καθώς, μέχρι την τελευταία του πνοή, μαθαίνει από πρώτο χέρι τους βάναυσους κανόνες του παιχνιδιού σε αυτό το άκαρδο σύμπαν. Δεν θα μάθει όμως συνάμα ποτέ αν είχε εξαρχής το δικαίωμα της επιλογής σε αυτή την ζωή.
Μια εκπληκτική μεταφορά επάνω στην ανελέητη διαδικασία της ύπαρξης και ταυτόχρονα μια αναπάντεχη παραβολή επάνω στην αγιοσύνη.
Μπορεί η ταινία να πλέκει το πιο απαισιόδοξο και σκουρόχρωμο εγκώμιο της ανθρώπινης κατάστασης και η τελική έκβαση της ιστορίας να σου ραγίζει την καρδιά, το «Au Hasard Balthazar» (το οποίο είχε αποδοθεί στα ελληνικά ως «Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ») αγγίζει, εντούτοις, το επίπεδο της πιο εξαίσιας τέχνης, γιατί επιλέγει να φέρει τον θεατή σε μια πνευματική κατάσταση που ζητά από αυτόν να ψάξει μέσα του και να αντλήσει μόνο την συμπόνια και την καλοσύνη.
Το φιλμ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γκοντάρ- ενός από τους πιο ένθερμους οπαδούς του, εκπέμπει μια «ευαγγελική γλυκύτητα». Σε τυλίγει στις σιωπές και την μόνο κατ’ επίφαση στιλιστική του λιτότητα. Σε αφοπλίζει μέσα από συγκλονιστικές στο τίποτά τους σκηνές, όπως αυτή ενός μεθυσμένου ρακένδυτου που αποχαιρετά μια πέτρινη σημαδούρα προτού σπεύσει στον θάνατό του, ή εκείνο το μαγικό και τόσο μελαγχολικό πλάνο όπου το βλέμμα του Μπαλταζάρ διασταυρώνεται με τη ματιά μιας χούφτας φυλακισμένων σε κλουβιά ζώων.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και ακόμη περισσότερους, το «Au Hasard…» αποτελεί ένα θαυμαστό είδος δημιουργικής ανύψωσης για τον Μπρεσόν, έστω κι αν δεν υπήρξε ποτέ μια από τις πιο ονομαστές ή εύκολο να βρεθούν ταινίες του. Ακόμη και τέτοιοι χαρακτηρισμοί, όμως, δεν έχουν πραγματικά καμία σημασία μπροστά στην εμπειρία του να παρακολουθείς με δάκρυα στα μάτια τον Μπαλταζάρ να οδεύει (στα τελευταία λεπτά του φιλμ) προς τον ήσυχο θάνατό του. Στη μέση ενός ηλιόλουστου λιβαδιού, μέσα στο αδιατάραχτο πρωινό, με την φύση να τελεί σιωπηλή μπροστά σε μια τόσο μικρή, μα τόσο μεγάλη τελικά αναχώρηση.