Baby
Baby

Ο Baby βγαίνει από τη φυλακή ανηλίκων και στην προσπάθειά του να αναβιώσει την οικογένεια που τον έχει απορρίψει έρχεται σε επαφή με τη νύχτα, τον αγοραίο έρωτα και τις λογιών πατρικές φιγούρες που, βασικά, τον χρησιμοποιούν. Στην πορεία αυτή, όμως, θα συναντήσει και τον Ρονάλντο, έναν 24 χρόνια μεγαλύτερό του μικροκακοποιό που ίσως σταθεί διαφορετικά δίπλα του. Τίμιο αλλά περιορισμένο δράμα που αναπνέει καλύτερα χάρη σε μια περιδιάβαση στην αστική queer υποκουλτούρα της Βραζιλίας της οποίας μια αυθεντική παρουσίαση φαίνεται να εξασφαλίζει.
Η ψυχή της ταινίας ισορροπεί ανάμεσα στην εγκεφαλικότητα (η αναζήτηση της πατρικής φιγούρας, η ανασύσταση της οικογένειας) και τον συναισθηματισμό (η ιστορία ενός έρωτα). Ο Καετάνο, μολονότι ελεύθερος από τις πολλές νόρμες του κλασικού αφηγηματικού σινεμά, αφού χασομερά αρκετά σε σκηνές και θέσεις της μηχανής που εξασφαλίζουν μια queer φεστιβαλική ορατότητα, και αυτό είναι σε βάρος του αφηγηματικού σφρίγους και του δράματος, βρίσκει το τέμπο, έχει τα επεισόδια, έχει την γοργότητα και, πάνω απ’ όλα, δύο ερμηνείες που του υποστυλώνουν το έργο.
Από τη μια είναι ο πρωτάρης Ζοάο Πέντρο Μαριάνο, στον επώνυμο της ταινίας ρόλο (ευέλικτος, ανθεκτικός, εκφραστικός) και από την άλλη ο Ρικάρντο Τεοντόρο, μια φοβερή αραβική φάτσα, με όλη την γοητευτική ακεραιότητα στην έκφραση, η οποία και εξισορροπεί έναν αμφίρροπο ρόλο. Οι δυο τους παίρνουν πάνω τους όλο το έργο, ο Καετάνο ξέρει να τους φιλμάρει, και η ταινία, ακόμα κι όταν πελαγοδρομεί στην μικρή οδύσσεια του ήρωά της δεν χάνει τον βορρά της. Στο τέλος, χάρη στην χημεία τους και το εκφραστικό βλέμμα του Τεοντόρο, δικαιολογείται ακόμα και μια συγκίνηση ως προς τον προαναφερθέντα συναισθηματισμό του έργου.
Στην πράξη πάντως σε κερδίζουν περισσότερο οι λεπτομέρειες, περισσότερο ηθογραφικού, νεορεαλιστικού χαρακτήρα, παρά το δράμα. Οι παρίες της νύχτες, οι τσοντοκινηματογράφοι, τα ψωνίσματα στα πάρκα, η κόκα μέρα-μεσημέρι, οι μικροέμποροι και τ’ αγόρια τους, το voguing μιας μικρής «οικογένειας» (διακοσμητικό παρά ωφέλιμο), συν τα σολαρίσματα των μελών της, κάποια επιπρόσθετα πλάνα (που φημολογείται ότι ο Καετάνο έβγαλε με κρυμμένες κάμερες), όλα τους συμβάλλουν σε ένα μικροπάζλ της σύγχρονης αστικής Βραζιλίας, ενός στα χαρτιά ευημερούντος Σάο Πάολο σε μεταμόρφωση, με τόση φτώχεια κάτω από τα νούμερα που να σε πιάνει πονοκέφαλος.
Τον Καετάνο ωστόσο δεν (φαίνεται να) τον απασχολεί ένα πιο άμεσο πολιτικό σχόλιο, που θα μεγάλωνε το έργο, όσο τον ενδιαφέρει ένα ίσως λιγότερο παιγμένο θέμα στην queer θεματολογία, αυτό της αναζήτησης πατρικής μορφής από μέλη μιας κοινότητας κατ’ εξακολούθηση εξοστρακισμένα από το σπίτι τους. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς συνήθεις (λευκές, «προοδευτικές», πατερναλιστικές) ευαισθησίες περί της χαώδους διαφοράς ηλικίας της δραματουργίας – αν ήταν «στρέιτ» η ταινία θα τα άκουγε. Κάποια κριτική θα δει εκμεταλλευτικό τον ρόλο του Ρονάλντο, άλλοι θα πιστέψουν το θετικό του ισοζύγιο. Η ταινία με το φινάλε της, και την σκηνοθεσία του χαρακτήρα εν γένει, είναι σαφής και επικυρώνει τους δεύτερους. Οι θερμότερες στιγμές είναι εκείνες που ένας έρωτας ευοδώνεται (η καλύτερη στιγμή επαναλαμβάνεται για επιβεβαίωση της εντύπωσης) και αυτές που σαν σε αστικό γουέστερν παρακολουθείς συστάσεις ετερόκλητων κοινοτήτων που αγαπούν και στηρίζουν τα μέλη τους.
Είναι όμως σαφής η απουσία συγκολλητικής ουσίας, δραματικής προσήλωσης κι αφαίρεσης, στη θέση διαρκών προσθηκών που επικάθονται, και τελικά φτιάχνουν ίζημα. Είναι έντονο, σε αυτόν τον θεατή, ότι ο Καετάνο θέλει τόσο να προλάβει να δείξει μια ευγενή σειρά επεισοδίων και μικροϊστοριών ορατότητας, που λησμονεί το σφίξιμο της αφηγηματικής γροθιάς που, μάλλον, ήθελε να είναι το έργο του. Τότε πάντως θα κατόρθωνε μια ακόμα μεγαλύτερη ορατότητα που τα πολλά queer διαπιστευτήρια εξασθενούν.