Εν Αρχή
Beginning
Κάπου στην Γεωργία, μια Εκκλησία Μαρτύρων του Ιεχωβά πυρπολείται στην διάρκεια ενός κηρύγματος. Αργότερα, η σύζυγος του πάστορα, δέχεται την επίσκεψη ενός αστυνομικού που υποτιθέμενα ερευνά το γεγονός, πρακτικά όμως την παρενοχλεί σεξουαλικά. Έπειτα από μια καθοριστική πράξη, η απάντηση της ηρωίδας, αλλά και της δημιουργού, θα είναι ολοκληρωτική. Δοκίμιο αργού κινηματογράφου, ίσως όχι απαλλαγμένο αρετών, αλλά πλήρες συζητήσιμων επιλογών και επιδερμικής δραματουργίας. Ειδική πρώτη προβολή στην 30ές Νύχτες Πρεμιέρας.
Είναι μερικές φορές αφορμή υπέρτασης – αλλά και αίτιο χαράς, αν σου αρέσει ο διάλογος – το πώς κάποιες ταινίες (συνηθέστατα «φεστιβαλικές») απολαμβάνουν μια κριτική αποθέωση και στην προβολή τους δοκιμάζεσαι να τις τελειώσεις. Η υπέρταση ακολουθείται από οπτικές παραισθήσεις και ψυχικό ξεσουλούπωμα όταν διαβάζεις τις αποθεώσεις για να διαπιστώσεις εξαιρετικά καλογραμμένες εκθέσεις ιδεών αστήρικτων από καίριες αναφορές στο ίδιο το έργο.
Υπάρχουν όμως αντικειμενικά στοιχεία σε ένα έργο τέχνης. Και τόσο οι υπερασπιστές, όσο και οι βάλλοντες, οφείλουν να συμφωνήσουν. Εκεί που μπορούν να διαφωνούν όσο θέλουν είναι στην ερμηνεία. Εδώ, έχουμε μια ταινία ως επί το πλείστον ακίνητων μονοπλάνων, με αριθμημένες (τρεις-τέσσερεις) οριζόντιες, αργές, κινήσεις στον άξονα της μηχανής και περιπτωσιολογικά (δύο, αν θυμάμαι καλά) τοποθετήσεις της κάμερας σε κινούμενο όχημα με off διάλογο και ένα πρόσωπο να αχνοφαίνεται στον εσωτερικό καθρέπτη. Στην μισή ώρα συμβαίνει η «ανατάραξη» μιας πραγματικά καλής σκηνής (που φέρνει στο νου αναφορές της σκηνοθέτιδας), στην ώρα πάνω έχουμε το κεντρικό συμβάν της ιστορίας (επίσης σαφούς αναφοράς η σκηνή) και στο δεύτερο μισό σημειώνεται μια τοσηδά άνοδος του ρυθμού (από Larghissimo σε Grave για να τηρήσουμε την ορολογία του τέμπο, μην φανταστείτε καμμιά διαφορά), μια παρουσία διαλόγου, μια εξόφθαλμη αναφορά στην «Ζαν Ντιλμάν» και ένα φινάλε για το οποίο θα μιλήσω στο…φινάλε.
Τα δραματικά σημεία-κλειδιά είναι το γεγονός της πυρπόλησης, η εξομολόγηση της γυναίκας πως αισθάνεται αποξενωμένη από το είναι της και ένας βιασμός. Οτιδήποτε προηγείται, μεσολαβεί και έπεται (ένα κήρυγμα, μια στάση και μια θυσία) βρίσκεται σε συζήτηση με αυτά τα σημεία. Από εδώ ξεκινά το διάβασμα της ιστορίας.
Υπερασπιστικά στους θαυμαστές της να πω ότι η ταινία ευνοεί την έκθεση ιδεών – η μανία μιας γενικόλογης ευμένειας μπορεί εδώ να είναι ασίγαστη. Αναλόγως ταλέντου και διάθεσης μπορείς να γράψεις παπάδες (…). Στηρίζονται στο έργο; Εγώ δεν βρίσκω πώς. Μια ταινία δεν αρκεί να αρθρώνει δραματικά συμβάντα. Πρέπει να έχει και συνδετική δραματουργία. Αν δεν έχει την τελευταία, χρειάζεται μια σημειολογικά εμβριθή σκηνοθεσία, τουτέστιν μια ικανότητα διαρκών οπτικών σχολίων πάνω στην αφήγηση ΚΑΙ το θέμα της. Δεν μπόρεσα να τα εντοπίσω. Σε τόσο αργό ρυθμό, περίπου παντελή έλλειψη μοντάζ (άλλωστε αυτό είναι σινεμά του mise en scene όχι του εκφραστικού μοντάζ) και τέτοια ακινησία σε βαθμο αδράνειας, δεν έχω δει ποτέ μου σκηνοθέτη να τα καταφέρνει. (Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, ή ότι δεν μου διαφεύγει.) Οι αναφορές, που φοριούνται και -ενοχλητικά- μανιερίστικα στο πέτο της πρωτοεμφανιζόμενης (είναι βέβαια σωσίβιες στο φεστιβαλικό περιβάλλον), περιλαμβάνουν νέο ρουμάνικο σινεμά, ολίγο Φαρχαντί, ναι και Κιαροστάμι, μια γερή δόση Νοέ, α(μυ)δρές πινελιές Χάνεκε και Βιρασετακούν, κρίσιμη Ακερμάν, ενώ πλανάται και το πνεύμα του Ρεϊγάδας, που, τι σύμπτωση, συγκαταλέγεται στους παραγωγούς. Κανείς όμως από τους προαναφερθέντες δεν έχει υπάρξει τόσο στατικός. Και είναι κατάτι άτοπος ο εννοιολογικός και «αστρολογικός» παραλληλισμός με έργα (σχεδόν όλων) των αναφερθέντων.
Πίσω από τις εντυπωσιακές σεναριακές χειρονομίες, ουσιωδέστερα, χρειάζεται πολυσημία και έγνοια για τον θεατή που πρέπει να κερδηθεί
Συζητούν μεταξύ τους οι σκηνές; Ναι, και γι’ αυτό δεν έχεις να κάνεις με μια σεναριακά/ιδεολογικά πρόχειρη ταινία. Είναι -σχετικά- σαφές ότι η υπαρξιακή στάση (με την έννοια της ακινησίας) μεταλαμπαδεύεται στην φόρμα του έργου, ενώ το δραματικό συμβάν λειτουργεί καθολικά διαβρωτικά στον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας – σύμβολο της Γυναίκας γενικώς. Πάνω σε αυτά μπορείς να γράψεις τους παπάδες που λέγαμε, από τις μπεργκμανικές σημασίες έως την φύση της κινηματογραφικής παρακολούθησης, με ενδιάμεσο σταθμό απαραίτητα το σχόλιο έναντι της πατριαρχίας. Είναι πολλές οι ταινίες που έπαιξαν σε αυτό το γήπεδο τόσο θριαμβευτικά ώστε το αποτέλεσμα εδώ να μοιάζει επιδερμικό και αβασάνιστο. Η ειλικρινά σεμνή μου υπόδειξη θα ήταν απαγκίστρωση από ένα μονοσήμαντο σινεμά μανιέρας. Πίσω από τις εντυπωσιακές σεναριακές χειρονομίες, ουσιωδέστερα, χρειάζεται πολυσημία και έγνοια για τον θεατή που πρέπει να κερδηθεί.
Και ο βαθμός θα ήταν μικρότερος –είναι, εδώ που τα λέμε, αλλά οικοδομώ προφίλ επιεικούς- αν δεν ερχόταν ένα φινάλε-προίκα δανεική, με μια σύλληψη τυχαία ή σκόπιμα τόσο χτυπητά μιμητική, που να υπενθυμίζει πόσο υπέροχα ο μείζων Ίστγουντ έδειξε κάποτε αυτό που η Κουλουμπεγκασβίλι δεκαετίες μετά (ίσως) θεωρεί πως εγκαινίασε.